Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Ιστορίες από το (αθηναϊκό) χωριό

*
Ανασυγκρότηση
***
*

Λάβαμε
και δημοσιεύουμε



Ο ΧΑΖΟΣ, Ο ΚΑΚΟΣ και Η ΑΣΧΗΜΗ

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε ένα χωριό, που είχε άρχοντα ονομαστό τον Ψ. Χάρη. Πλούσιος αν και με λαϊκή καταγωγή, ήταν δυναμικός, γεμάτος αυτοπεποίθηση και είχε τα πάντα στον έλεγχό του. Μοναδικό του ελάττωμα, ήταν μπαταχτσής. Έτσι τον αγαπούσαν όλοι, οι προεστοί του χωριού, οι αυλικοί του και οι υπηρέτες του. Υπήρχαν όμως και μερικοί χωρικοί στη δούλεψή του, που αντιδρούσαν και συνεχώς διαμαρτύρονταν, επειδή δεν τους πλήρωνε αυτά που είχαν συμφωνήσει. Έτσι λοιπόν περνούσε ο καιρός.

Μια από τους προεστούς του χωριού ήταν η χήρα του παπά, που δε φημιζόταν τόσο για την ομορφιά όσο και για την ηθική της. Οι κακές γλώσσες έλεγαν ότι ο παπάς την είχε αστεφάνωτη. Της είχαν κολλήσει και το παρατσούκλι “Ντε Σε Βω” από τα αρχικά του γαλλικού αυτοκινήτου, επειδή τους το θύμιζε η περπατησιά της. Μπορούσε στο περπάτημά της να πατάει ταυτόχρονα σε δύο αντικρινά πεζοδρόμια! Ξεχώριζε όμως για την καπατσοσύνη της και είχε καταφέρει να βολέψει σε δουλειές, εκτός απ' τον εαυτό της και όσους την είχαν από κοντά. Ο άρχοντας της είχε αδυναμία και της έκανε ότι χατήρι του ζητούσε. Ήταν πρόεδρος του συλλόγου “Καυτές καλόγριες” των γυναικών και παράλληλα έκανε τη γραμματέα, διηύθυνε και την υπηρεσία υγείας “Πόδια κατάρτια”, του χωριού. Όλα αυτά, βέβαια, με το αζημίωτο. Είχε πολλούς φίλους, μια και τους βόλευε, εκμεταλλευόμενη την εύνοια του άρχοντα. Η χαρά ξεχείλιζε, λοιπόν, στο περιβάλλον της. Ήθελε η παπαδιά να κρυφτεί κι η χαρά δεν την άφηνε.

Ο έτερος προεστός ήταν όλα τα λεφτά. Πονηρός και παλικαράς, είχε μανία με το χρήμα. Ο άρχοντας τον είχε κάνει πρόεδρο της εισπρακτικής υπηρεσίας, οπότε έλεγχε τα οικονομικά όλων των συγχωριανών του. Έλεγαν ότι ήταν άσσος στις κομπίνες και ότι είχε φτιάξει χρηματιστηριακή εταιρεία με ύποπτη δραστηριότητα. Επειδή όμως, όπως είπαμε, ήταν πονηρός και παλικαράς, οι πιο πολλοί τον φοβόντουσαν και τον πλησίαζαν παρακαλώντας τον να τους βάλει σε καμιά δουλίτσα. Τακτοποιημένος αυτός με γεμάτες τσέπες από τις επαγγελματικές του δραστηριότητες, νόμιμες και παράνομες, όλο και κάποια τρύπα εύρισκε να βολέψει και τον περίγυρό του. Έτσι ζούσε μεσ' τη χλιδή, με κότερα και πισίνες και με τις ευχές του άρχοντα. Όλα καλά λοιπόν και γι' αυτόν.

Ο τρίτος και τελευταίος προεστός, δυστυχώς, είχε φύγει πρόσφατα από το μάταιο τούτο κόσμο. Ήταν ο μυλωνάς του χωριού και είχε αφήσει έναν παραγυιό στο πόδι του. Το παιδί αυτό παρουσίαζε κάποια ψυχολογικά προβλήματα, είχε χαμηλό δείκτη νοημοσύνης, μιλούσε σα να είχε γλωσσοδέτη με αποτέλεσμα να είναι συνέχεια μεσ' τη γκρίνια και την κακομοιριά. Αυτός, ο παραγυιός, είχε και έναν αδελφό που είχε πάει στην πόλη να σπουδάσει, ήθελε να γίνει επιστήμονας. Επειδή η δουλειά του μυλωνά δεν ήταν εύκολη για ένα παιδί σαν κι αυτό και για να τον ωθήσει να μάθει κάποια τέχνη, ο άρχοντας τον έβαζε να βοηθάει τους μαστόρους του χωριού, τον ηλεκτρολόγο, τον υδραυλικό, τον ξυλουργό, το σιδερά, το μπογιατζή. Τον φώναζαν “ο μικρός τεχνικός” και προσπαθούσαν να τον ενθαρρύνουν σε ό,τι καταπιανόταν. Δυστυχώς όμως ο μικρός μυλωνάς δεν τα κατάφερνε πουθενά. Περισσότερες ζημιές προκαλούσε με αποτέλεσμα να μη μπορούν να του έχουν εμπιστοσύνη. Τη μια φορά έπαιζε με τα ηλεκτρικά καλώδια και θα γινόταν μπάρμπεκιου αν δεν έτρεχε κάποιος να κατεβάσει το διακόπτη, την άλλη έβαλε μπρος την πριονοκορδέλα και αν δεν τον προλάβαιναν θα έβγαινε φέτες σαν σαλάμι για τοστ. Η πιο ανώδυνη ζημιά ήταν, που γλίστρησε σε μια σπάτουλα, έπεσε με το κεφάλι σ' ένα κουβά με μπογιά και έγινε ροζ σαν τον ροζ πάνθηρα. Το λυπηρό είναι ότι ενώ οι χωριανοί τον έβλεπαν με συμπάθεια, ο άρχοντας και οι δύο άλλοι προεστοί τον είχαν σαν υποτακτικό τους. Έτσι το μόνο που του έμεινε να κάνει, ήταν να μοιράζει στους συγχωριανούς του τις εφημερίδες τους με αντάλλαγμα ένα μικρό χαρτζιλίκι. Τον υπόλοιπο καιρό τον πέρναγε στο μύλο του όπου έκανε το φύλακα, επειδή φοβόταν ότι θα έλθουν τα άλλα παιδιά, με αρχηγό το Βασιλίνο, να του τον πάρουν.

Αυτός ο μύλος, λέει η ιστορία, επειδή δεν τον συντηρούσε κανένας, άρχισε να καταρρέει. Κάποια φορά που πέφτανε κάτι κομμάτια, ο μικρός μυλωνάς φοβήθηκε και τον εγκατέλειψε τρομαγμένος, για να γλυτώσει. Τα άλλα παιδιά τότε, μαζέψανε υλικά, φέραν εργαλεία και άρχισαν να διορθώνουν τις ζημιές. Όταν ο μικρός μυλωνάς είδε ότι ο μύλος είχε ξαναφτιαχτεί, γύρισε και ήθελε να διώξει τα παιδιά, που με κόπο τον επισκεύασαν. Φώναξε και τον αδελφό του από την πόλη, πήγε και στους χωρικούς και έκλαιγε, γιατί του πήραν το μύλο. Εκείνοι τον λυπήθηκαν, το ίδιο όμως ένιωσαν και τα άλλα παιδιά, οπότε έφυγαν αφήνοντας μόνους τους δυο μυλωνάδες στο μύλο του ψυχοπατέρα τους. Όπως λένε οι παλιοί, επειδή τα αδέλφια δεν φρόντιζαν το μύλο, εκείνος με τον καιρό καταστρεφόταν μέχρι που γκρεμίστηκε. Είναι άγνωστο τι έγιναν τα δυο παιδιά, αφού δε βρέθηκε κανένα ίχνος τους. Κάποια παράδοση λέει ότι βρυκολάκιασαν για να κυνηγούν το Βασιλίνο μέρα-νύχτα. Έτσι πραγματοποιήθηκε η απειλή, που εκτόξευσαν στην Έκτακτη Συγκέντρωση του χωριού, μια βροχερή Κυριακή του Νοέμβρη, ότι θα ακούει ο Βασιλίνος “μυλωνάς” και θα τρέχει!

Όσο για τον άρχοντα του χωριού και τους δυο άλλους προεστούς, ο θρύλος λέει ότι ζήσαν καλά, όμως εμείς καλύτερα!

Ο ιστορικός του χωριού

ΥΓ. Κάθε ομοιότης με πρόσωπα ή ονόματα είναι εντελώς συμπτωματική
---
*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου