Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2016

... ποιος θυμάται τον Νίκο Κακαουνάκη;..

*
Ανασυγκρότηση
***
*

Επτά χρόνια χωρίς τον Νίκο Kακαουνάκη


Ο Κώστας Ξυλούρης
θυμάται μοναδικές στιγμές
που έζησε με τον καρδιακό του φίλο

Επτά χρόνια κι όμως ο Κακαουνάκης ζει! Μέσα στις καρδιές μας, ζωντανός και άφθαρτος, γιατί η φλόγα που είχε μέσα του είναι διαχρονική. Γιατί ο Νίκος ήταν προικισμένος από τη φύση με πολλά χαρίσματα. Ξεχωριστή παρουσία, αυθόρμητος, θαρραλέος και ψυχωμένος Κρητικός, μπεσαλής, με φιλότιμο, ανθρωπιά και συναίσθημα. Εκτιμούσε και τιμούσε τη φιλία, πράγμα που στις μέρες έχει εξαλειφθεί. Όπως έλεγε πολλές φορές ο Νίκος, ότι τα κόμματα έρχονται και παρέρχονται και το μόνο που μένει είναι η φιλία. Γι’ αυτό έλεγε και τον στίχο…«Φίλος στον φίλο φαίνεται στη δύσκολη την ώρα, βάζει το μπέτη του μπροστά όταν θα τύχει μπόρα»

Αυτές τις γιορτινές μέρες, που πάντα τις γιορτάζαμε μαζί, περιμένω να χτυπήσει το τηλέφωνο και να βγει το όνομα Κακαούνης, αλλά το τηλέφωνο δεν κτυπάει και για εμάς τους φίλους του τα Χριστούγεννα θα είναι μελαγχολικά. Γιατί στο Καστέλι δεν θα υπάρχει η κυρά Μαρία ούτε τσικάλια και καζάνια ούτε πιλάφι τσικουδιά και μεζέδες ούτε τραπέζια στρωμένα ούτε και ο Νίκος να στέκει στην αυλή και να καλωσορίζει τους καλεσμένους του.

«Ούτε πουλί ούτε κλαδί και το δεντρί ξερώνε και ό,τι κι αν χτίζεις το χαλάς αναθεμάσε χρόνε»

Η κυρία Μαρία ήταν μια Μπουμπουλίνα, πέντε χρόνια παντρεμένη, απέκτησε πέντε παιδιά και έμεινε με ένα. Τον άντρα της τον σήκωσε νεκρό στην πλάτη της όταν τον σκότωσαν οι Γερμανοί και μετέφερε να τον θάψει, ενώ οι ναζί δολοφόνοι πυροβολούσαν. Ύστερα πήρε τα παιδιά της από την Πολλυρρήνια και πήγε στο Καστέλλι, δουλεύοντας σκληρά, κάνοντας διάφορες δουλειές για να μπορέσει να μεγαλώσει τα παιδιά της σε αυτές τις βάρβαρες συνθήκες. Αλλά η κυρία Μαρία άντεξε, γιατί ένιωθε το χρέος να μεγαλώσει τα παιδιά με χίλιες δυο στερήσεις, αλλά τα κατάφερε. Η μοίρα όμως την χτύπησε αλύπητα στην πορεία, πέθαναν και τα τέσσερα παιδιά της. Νίκο, έμεινες μόνος.

ΑΠΕΔΕΙΞΕ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΠΑΛΗΚΑΡΙ ΚΑΙ ΔΕΝ ΛΥΓΙΣΕ ΠΟΤΕ

Ο Νίκος, από μικρό παιδί πήγαινε στην εκκλησία και έψελνε για να παίρνει πρόσφορο αντί για ψωμί. Πήγαινε στα πανηγύρια και έστηνε πάγκο για να πουλήσει καραμέλες, γκαζόζες και ό,τι άλλο μπορούσε. Έκανε τα πάντα για να επιβιώσει αλλά και για να βοηθάει τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Ο Νίκος μεγάλωνε με όλες αυτές τις στερήσεις και της ορφάνιας ενός παιδιού να μεγαλώνει σε θλιβερές και δύσκολες συνθήκες. Γι’ αυτό και ο Νίκος είχε βάλει στόχο να προχωρήσει στα γράμματα και να πετύχει επαγγελματικά. Και το πέτυχε. Γι’ αυτό και ο Νίκος δεν ξέχασε ποτέ τα βιώματά του, το χωριό του, τις ρίζες, τις παραδόσεις της ανθρωπιάς και της ντομπροσύνης. Γιατί όλα αυτά για τον Νίκο ήταν τρόπος ζωής και καθημερινής πρακτικής.

Έχουν περάσει τόσα χρόνια και ο Νίκος είναι δίπλα μας, τον νιώθουμε κοντά μας και περιμένουμε να μας τραγουδήσει, γιατί ο Νίκος είχε ταλέντο. Πέρα από καλός δημοσιογράφος και ρεπόρτερ ήταν και καλός τραγουδιστής και πάντα στην παρέα τραγούδαγε τα αγαπημένα του τραγούδια όπως «όλοι μου λένε γιάντα κλαις και αγκλαίω ποιον πειράζω στον κόσμο εγγενήθηκα καρδιές να δοκιμάζω», όπως και το «γυαλένιος είσαι μαστραπά και όποιον κι αν δεις τον αγαπάς». Αλλά δεν ξεχνούσε και τα αδέρφια του που τα είχε χάσει σε μικρή ηλικία και πάντα έλεγε το ριζίτικο με βουρκωμένα μάτια «Οψες αργά επερνούνα του χάροντα την πόρτα και άκουσα την χαρόντισσα και μάλωνε τον χάρο, χάρε για δε σου το ‘λεγα, χάρε για δε σου το ΄πα όπου ειν’ πέντε παίρνε δυο και αν είναι τρεις τον έναν και όπου ειν’ δυο και μοναχοί μην τους ξεζεβγαρώνεις».

ΔΕΝ ΚΑΝΑΜΕ ΤΑΜΕΙΟ

Για τον Νίκο έχω να αναφέρω πολλά και ελπίζω να γράψω ένα βιβλίο αφιερωμένο στα όσα κάναμε και ζήσαμε μαζί στα 40 χρόνια. Συνεχούς φιλίας και αγάπης ο ένας στον άλλον. Δεν κάναμε ποτέ ταμείο, δεν λογαριάζαμε πόσα θα χαλάσουμε και μέχρι πού μπορούμε να φτάσουμε. Ήμασταν και οι δυο πολλές φορές υπερβολικοί και αυθόρμητοι. Γι’ αυτό και η φιλιά μας δεν πέθανε.

Πολλές φορές είχαμε εκρήξεις ακόμα και μεταξύ μας, γιατί ήμασταν και οι δυο πειραχτήρια και μας άρεσε το καλαμπούρι και η πλάκα. Ξεφεύγαμε πολλές φορές από τη λογική και φτάναμε στα άκρα, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Θα αναφέρω τρία περιστατικά από τα τόσα που είχαμε περάσει.

Όταν αποφασίσαμε να κατέβουμε στην Παγκρήτια Ένωση εγώ ως υποψήφιος πρόεδρος και ο Νίκος ως σύμβουλος του ΔΣ είχαμε κάνει όνειρα να αναδείξουμε την Παγκρήτιο όπως της άξιζε. Βέβαια ο κόσμος μας τίμησε με ένα ποσοστό πρωτόγνωρο στις εκλογικές αναμετρήσεις της Ένωσης. Όταν προγραμματίζαμε τις δραστηριότητες στις συνεδριάσεις των συμβουλίων, έκανα μια πρόταση στο ΔΣ. Με τον Νίκο δεν το είχαμε συζητήσει αλλά ούτε και τα υπόλοιπα μέλη γνώριζαν την πρόταση. Πρότεινα την επέτειο της Μάχης της Κρήτης να την κάνουμε στο Καλλιμάρμαρο που είναι ο μεγαλύτερος και ιστορικός χόρος. Ο Νίκος βέβαια με κοίταξε και τσιμογέλασε. Τα υπόλοιπα μέλη αιφνιδιάστηκαν. Τελειώνοντας το συμβούλιο και βγαίνοντας έξω μου λέει «Πλάκα έκανες!» και του λέω «όχι δεν έκανα πλάκα, σοβαρά το λέω». Την επομένη έρχεται από το γραφείο με τη δίκυκλη μηχανή που είχε και μου λέει «έλα πάμε» χωρίς να μου πει πού πάμε. Κατεβαίνουμε τη Βασιλίσσης Σοφίας και στο Καλλιμάρμαρο ανεβαίνει το πεζοδρόμιο και φτάνει στην πόρτα του σταδίου, μου λέει ειρωνικά «εδώ θα κάνουμε την εκδήλωση;» Βέβαια, όπως είναι γνωστό, κοιτάζεις τις πέτρινες πλάκες, το βάθος του χώρου και ζαλίζεσαι από την έκταση και την ομορφιά που διαθέτει. Λέω στον Νίκο: «Eμείς είμαστε για τα δύσκολα, πρέπει να δείξουμε τη δύναμη των Κρητών που είναι άλλη μια Κρήτη στην Αθήνα» και μου απαντάει ο Νίκος «Είναι ρίσκο για να γεμίσει το στάδιο και πενήντα χιλιάδες να έρθουν θα φαίνεται άδειο και θα εκτεθούμε. Κώστα εδώ πολύ ψηλά βάζεις τον πήχη, σε αυτόν τον χώρο δεν έχει γίνει ποτέ πολιτιστική εκδήλωση και να γεμίσει ακόμα και τα μεγάλα κόμματα δεν έχουν κάνει ποτέ προεκλογική συγκέντρωση, αλλά αφού το έχεις βάλει στο μυαλό σου, είσαι και πεισματάρης και δεν αλλάζεις γνώμη, ας το τολμήσουμε!!» Ξεκινήσαμε με το πάθος και το μεράκι που είχαμε και οι δυο για την Κρήτη και αυτό δεν μας άφησε περιθώρια να μην εξαντλήσουμε όλες μας τις δυνάμεις με κάθε τρόπο και με κάθε μέσο που θα μπορούσε να συμβάλει στην επιτυχία. Ήταν 11 Ιούνη του 2001 20.30 το βράδυ ξεκίναγε να προσέρχεται ο κόσμος για την 60η επέτειο της Μάχης της Κρήτης. Συμμετείχαν δωρεάν πολλοί Κρητικοί καλλιτέχνες: ο Σκουλάς, ο Ψαραντώνης, η Σουλτάτου και ο Μίκης Θεοδωράκης και 2.000 Κρητικοί χορευτές. Στις 21.00 είχε πλημμυρίσει το στάδιο οπότε το όνειρό μας έγινε πραγματικότητα. Ήταν μια από τις ωραιότερες εκδηλώσεις που είχαν πραγματοποιήσει οι Κρητικοί της Αθήνας. Το στάδιο κάποια στιγμή είχε γεμίσει με 80.000 κόσμο και αναγκαστήκαμε να κλείσουμε την πόρτα για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα συνωστισμού.

TO MNHΜΕΙΟ ΤΟΥ ΑΣΤΡΑΤΕΥΤΟΥ ΜΑΧΗΤΗ

Στην Παγκρήτιο, μετά από το Καλιμάρμαρο ασχοληθήκαμε με το μνημείο του αστράτευτου μαχητή της μάχης της Κρήτης. Πάρόλες τις προσπάθειες που είχαν κάνει οι προηγούμενες διοικήσεις επί χρόνια οι αρμόδιες υπηρεσίες δεν έδιναν άδεια για την τοποθέτηση του μνημείου. Εμείς και όλο το Δ.Σ θεωρήσαμε ότι ήταν χρέος μας να τιμήσουμε τους χιλιάδες νεκρούς της μάχης της Κρήτης και να αποκαταστήσουμε αυτή την εκκρεμότητα που χρόνιζε και παρέμενε παροπλισμένο σε μια αποθήκη το μνημείο.

Τότε ξεκινήσαμε τις προσπάθειες και ήρθαμε σε επαφή με τις αρμόδιες υπηρεσίες αλλά και πάλι πήραμε την ίδια απάντηση.

«Να το πάρετε και να το βάλετε σε καμιά κορφή στην Κρήτη», μας είπε ο υπουργός. Και ο Νίκος απάντησε: «Όπως δεν πήρανε άδεια από καμία υπηρεσία αυτοί που θυσιάστηκαν στη μάχη της Κρήτης, έτσι κι εμείς θα το τοποθετήσουμε χωρίς άδεια για να τους τιμήσουμε όπως τους αξίζει». Ετσι κι έγινε.Το θεωρήσαμε μεγάλη προσβολή για τους ήρωες που θυσιάστηκαν σ αυτή την ιστορική μάχη και αποφασίσαμε να το αναρτήσουμε στο προαύλιο του Πολεμικού Μουσείου όπου ήταν και ο φυσικός του χώρος. Αυτό βέβαια έγινε σε μια νύχτα, χωρίς άδεια. Αργότερα κατάλαβαν το λάθος τους και έδωσαν τη νόμιμη άδεια. Σήμερα είναι σημείο αναφοράς για όλους τους Κρήτες για να τους θυμίζει τις χιλιάδες εκτελεσθέντες και πεσόντες από τους βάρβαρους ναζί.

ΣΤΙΣ ΔΗΜΟΤΙΚΕΣ

Μια φορά το 1994 έβαλα υποψηφιότητα για δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο της Αθήνας στο ψηφοδέλτιο του Θεόδωρου Πάγκαλου. Εγώ βέβαια δεν ήξερα από πολιτική γιατί ήμουν άπειρος, αλλά ο Νίκος με παρότρυνε να κατέβω. Ο Πάγκαλος μου ζήτησε να εκπροσωπήσω τον χώρο του τουρισμού γιατί ασχολιόμουν επαγγελματικά με αυτόν… Άρχισε λοιπόν ο προεκλογικός αγώνας. Ο Νίκος τότε δούλευε στο ραδιοφώνου του FLASH και όπως κάθε μέρα μιλάγαμε και συναντιόμασταν, έτσι με παίρνει ένα μεσημέρι και μου λέει: «Πού είσαι τώρα, τι κάνεις;», του λέω: «Τι θες να κάνω;» «Επιτρέπεται ένας Ανωγιανός να γυρίζει στους δρόμους της Αθήνας και να διακονάτε ψήφους;». Εγώ πώς ήταν δυνατόν να φανταστώ ότι ο Νίκος με είχε στον αέρα και με άκουγε η μισή Αθήνα. Μετά άρχισε το τηλέφωνό μου να χτυπάει από φίλους και να μου λένε, μα τι έλεγες τώρα στο ραδιόφωνο και τότε κατάλαβα ότι ο φίλος μου ο Νίκος μου την είχε κάνει. Τον παίρνω τηλέφωνο και του λέω «Μα τι είναι αυτά τα ρεζιλίκια;» και μου απαντάει «Καλός ήσουν». Του λέω «Τσα που τα ’κανες δεν θα πάρουμε ούτε έναν ψήφο». Κι όμως το αποτέλεσμα ήταν να πάρω 11.000 και να εκλεγώ στην αντιπολίτευση.

Το άλλο περιστατικό ήταν πολύ πιο χοντρό. Την περίοδο που ήμουν πρόεδρος στην Παγκρήτια Ένωση, ο Νίκος ήταν και μέλος του ΔΣ. Είχαμε εκλεγεί με το μεγαλύτερο ποσοστό στην ιστορία της Παγκρητίου 72%. Οπότε είχαμε αναλάβει την ευθύνη να ανταποκριθούμε στις προσδοκίες των Κρητικών.

ΞΥΛΟΥΡΗΣ ΚΑΙ ΚΟΥΝΔΟΥΡΟΣ

Ο Νίκος τότε είχε αναλάβει την πρωινή εκπομπή στο Μέγκα. Εκείνη την περίοδο είχε προκύψει το θέμα με τα όπλα στην Κρήτη, που είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις λόγω κάποιων επεισοδίων που είχαν δημιουργηθεί. Τότε είχε ασχοληθεί και η κυβέρνηση που ήταν η Νέα Δημοκρατία. Υπουργός Δημόσιας Τάξης ήταν ο Γιώργος Βουλγαράκης όπου σε μια εκπομπή κάλεσε εμένα ως πρόεδρο της Παγκρητίου Ενώσεως και τον πατριώτη μας σκηνοθέτη τον Νίκο Κούνδουρο με θέμα πώς θα αντιμετωπίσουμε την κατάσταση με τα όπλα στην Κρήτη.

Παίρνω τον λόγο και αναφέρομαι ότι άλλο πράγμα είναι η οπλοφορία και η οπλοχρησία και οι άσκοποι πυροβολισμοί και εντελώς διαφορετικό είναι η οπλοκατοχή. Δεν θα πρέπει λοιπόν να τα μπλέκουμε όλα μαζί γιατί στην οπλοκατοχή υπάρχουν κειμήλια που έχουν προκύψει από την τούρκικη και τη γερμανική κατοχή και αυτά δεν τα πειράζουμε. Όσον αφορά την οπλοφορία και την οπλοχρησία και τους άσκοπους πυροβολισμούς είναι ένα πρόβλημα που χρειάζεται αντιμετώπιση αλλά όχι με βία και εφόδους με κουκούλες. Χρειάζεται ειδική μεταχείριση από ανθρώπους που έχουν κύρος και σεβασμό στην κοινωνία, να παρέμβουν με διάλογο και φιλότιμο για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα…

Ο Κούνδουρος παίρνει τον λόγο μετά από εμένα και λέει ότι «συμφωνώ με τον πρόεδρο όπως τα λέει και θα πρέπει όλοι να συντονιστούμε προς αυτήν την κατεύθυνση και να δώσουμε λύση. Να σταματήσουν τα επεισόδια που δημιουργούνται στους γάμους και στα πανηγύρια που σκοτώνονται άνθρωποι με τους άσκοπους πυροβολισμούς». Εκείνη τη στιγμή ζητάει να παρέμβει ο υπουργός Γιώργος Βουλγαράκης και ο Κακαουνάκης τον βγάζει στο παράθυρο και λέει «σωστή η τοποθέτηση του πρόεδρου και στην επιτροπή που θα οργανώσουμε για να κατέβουμε στην Κρήτη να μιλήσουμε με τους τοπικούς παράγοντες να συμμετέχουν και ο Ξυλούρης και ο Κούνδουρος».

ΟΙ ΑΝΤΟΧΕΣ ΜΑΣ

Ο Κακαουνάκης όμως ήθελε και πάλι να δοκιμάσει τις αντοχές μου και την αντίδρασή μου όπως έκανε πολλές φορές και όπως ήταν απρόβλεπτος με ρωτάει «εσύ πρόεδρε οπλοφορείς;» Εγώ εκείνη την στιγμή είδα το ταβάνι να πέφτει επάνω μου γιατί η απάντηση δεν ήταν εύκολη, διότι έπρεπε να απαντήσω ως πρόεδρος του μεγαλύτερου πολιτιστικού σωματείου της Κρήτης και ο πολιτισμός με τα όπλα δεν συμβαδίζουν. Από την άλλη, ήταν δύσκολο να πω ότι δεν οπλοφορώ γιατί σε αυτούς που με ήξεραν θα γινόμουν ρόμπα οπότε ξέφυγα απαντώντας «οπλοφορώ όταν πηγαίνω για κυνήγι». Ο Κακαουνάκης όμως είδε ότι έχασε και συνέχισε: «Εμένα μου έκανες δώρο ένα πιστόλι στη γιορτή μου». «Ναι Νίκο, σου έκανα δώρο στη γιορτή σου ένα πιστόλι, αλλά αυτό είναι κειμήλιο από τον πατέρα μου και αν δεν το συντηρείς καλά, θα στο πάρω πίσω».

Αυτό το συμβάν δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα.

Για το συγκεκριμένο περιστατικό θύμωσα, με έπαιρνε τηλέφωνο, αλλά εγώ δεν απαντούσα. Πέρασαν μερικές μέρες χωρίς να μιλήσουμε, ήρθε και με βρήκε στο γραφείο και μου λέει «σε παίρνω τηλέφωνο, γιατί δεν απαντάς;» και του λέω «έχεις ξεπεράσει κάθε όριο». Και μου απαντάει «Κώστα, εμείς γι’ αυτό ξεχωρίζουμε από τους άλλους, γιατί ξεκινάμε από εκεί που τελειώνουν τα όρια». Μου λέει «πάμε Βούρια;» στο στέκι μας, στην ταβέρνα που τρώγαμε και πίναμε τις τσικουδιές μας και γίναμε φέσι. Το ξεχάσαμε, τραγουδήσαμε και αγκαλιαστήκαμε σαν αδέρφια, λέγοντας ότι τα αδέρφια μπορεί να σκοτώνονται αλλά δεν χωρίζουν. Ο χαρακτήρας του Νίκου τού επέτρεπε πολλές φορές να ξεφεύγει και να εκτονώνεται αλλά σύντομα έδειχνε έμπρακτα τη μεταμέλειά του. Βέβαια εμείς με τον Νίκο δεν ήμασταν φίλοι μόνο στα τραπεζώματα, στις τσικουδιές και στα γλέντια, αλλά περισσότερο ήμασταν φίλοι στα δύσκολα και πάντα το πρόβλημα που είχε ο ένας το έκανε και ο άλλος δικό του και αυτό ήταν που μας έδενε περισσότερο.

Έτσι πέρασαν σαράντα χρόνια παρέα, με αναταράξεις, αξέχαστα γλέντια και ωραίες αναμνήσεις.

Θολό νερό είναι η φιλιά όταν δεν έχει μπέσα, μα όταν είναι μπιστικιά ζει στην καρδιά σου μέσα.

Ήταν λιοντάρι στη θωριά μα στην ψυχή πουλάκι, έτσι θα σε θυμόμαστε Νίκο Κακαουνάκη!!

«Εκειά που βγήκες δεν μπορεί άλλο πουλί να φτάξειΓιατί δεν έχει τα φτερά που είχες να πετάξει» 
---
---
*

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου