*
Κατάληψη ΕΣΗΕΑ
***
*
...και τις επιχειρησιακές του βλέψεις !
.
Εδώ και 6 μήνες οι 800 περίπου εργαζόμενοι στην «Ε» βρίσκονται σε απεργία διεκδικώντας την καταβολή των δεδουλευμένων τους. Η άλλη επιλογή που είχαν ήταν να συνεχίσουν να δουλεύουν τζάμπα, για έναν εργοδότη που όλα τα προηγούμενα χρόνια πλούτιζε από την εργασία τους. Το ότι δεν διάλεξαν την άμισθη σκλαβιά μπορεί να μη τους κάνει (ούτε αυτούς) «ήρωες της εργατικής τάξης», αλλά τους τοποθετεί καταρχήν ως συνέλευση εργαζομένων στο στρατόπεδο των απεργιακών αγώνων που δίνονται σε διάφορους χώρους για τα αυτονόητα, με τα οποία θέλουν να ξεμπερδεύουν τα αφεντικά.
.
Ο οικονομικός αγώνας για τα δεδουλευμένα έχει πάντα κι ένα στοιχείο εργατικής αντιπαράθεσης που δεν είναι ατομικίστικο και συντεχνιακό, αλλά έντονα ταξικό: το θέμα του μισθού ως de facto διαφοροποίηση συμφερόντων μεταξύ εργοδότη κι εργαζόμενου. Το αφεντικό βλέπει τον μισθό ως κάτι που θα ήθελε να εκμηδενίσει θεωρητικά, ενώ ο εργαζόμενος ως το ελάχιστο που δικαιούται για τη δουλειά του. Όταν λοιπόν το αφεντικό δεν πληρώνει όσα είχαν συμφωνηθεί, οι εργαζόμενοι κάνουν απεργία. Ως εδώ καλά.
.
Όμως τα στοιχεία εκείνα που διαφοροποιούν τα συντεχνιακά συμφέροντα από τον συνολικό οικονομικό/πολιτικό αγώνα της τάξης, και ίσως αυτά που προσδίδουν στον αγώνα μεγαλύτερες πιθανότητες νίκης, είναι αφενός η κοινωνικοποίηση του αγώνα και αφετέρου η αλληλεγγύη και η σύνδεση με άλλους αγώνες που υπάρχουν την ίδια περίοδο (κλαδικούς ή μη). Και για τα δύο, η κίνηση των απεργών της Ε ήταν τουλάχιστον ελλιπής, παρόλο που εξελίσσονταν τόσο κλαδικοί (ΑΛΤΕΡ, Κόσμος του Επενδυτή κ.ά.) όσο και άλλοι απεργιακοί αγώνες (Χαλυβουργία, Λουκίσσα, 3Ε Εκτυπωτική κ.ά.). Γι’ αυτή την οπισθοχώρηση του πολιτικού έναντι του συντεχνιακά εννοούμενου οικονομικού αγώνα, ή του συνολικού έναντι του μερικού, είχαμε μιλήσει και πριν από αρκετό καιρό, όταν η συνέλευση εργαζομένων της Ε διαχώριζε τη θέση της από τους άλλους εργαζόμενους στον κλάδο σε απεργιακές κινητοποιήσεις ή όταν ήταν από τους πιονέρους της μη συμμετοχής του κλάδου μαζί με τους άλλους κλάδους τις ημέρες των γενικών απεργιών.
.
Οι εργαζόμενοι, όταν θέλουν να δώσουν ένα συλλογικό απεργιακό αγώνα, φροντίζουν να φτιάχνουν και δομές αλληλεγγύης και κοινωνικοποίησης του αγώνα που να μπορούν να διασφαλίζουν τη συλλογική τους ύπαρξη ως αγωνιζόμενου σώματος. Αν το θέμα της επιβίωσης του κάθε απεργού/απλήρωτου αφεθεί στην ατομική ευχέρεια του καθενός, τότε δεν μπορεί να υπάρξει συλλογικός απεργιακός αγώνας, γιατί δημιουργεί απεργούς δύο ταχυτήτων: αυτούς που η τσέπη τους «σηκώνει» μια μακρά απεργία και εκείνους που δυσκολεύονται ακόμα και να επιβιώσουν. Τέτοιες δομές αλληλεγγύης είναι τα απεργιακά ταμεία, που μπορούν να τα ενισχύσουν σωματεία και αλληλέγγυοι. Συναυλίες, συλλογικές κουζίνες, κινήσεις εξωστρέφειας, καθημερινή παρουσία στο κτίριο, διοργάνωση συζητήσεων/συνελεύσεων ανοιχτών στους εκτός Ε εργαζόμενους και αλληλέγγυους, κ.ο.κ., ήταν πράγματα που θα μπορούσαν να γίνονται σε τακτική βάση, αν όχι σε καθημερινή, και να κρατάνε ζωντανό τόσο τον αγώνα και τους δεσμούς μεταξύ των απεργών (και του έξω κόσμου) όσο και το απεργιακό ταμείο. Οι ελλείψεις ήταν και εκεί σαφείς.
.
Το αφεντικό, ως απάντηση στην απεργία, ζητάει από το κράτος να του επιτρέψει να κηρύξει πτώχευση και να διαγραφούν σταδιακά τα χρέη του προς τους εργαζόμενους, ανάλογα με την πορεία της αναδιάρθρωσης της επιχείρησης που εγγυάται το «άρθρο 99». Εκεί, οι εργαζόμενοι χωρίζονται σε δύο στρατόπεδα. Κάποιοι (η πλειοψηφία, 400 άτομα) καταθέτουν ενάντια στην προσφυγή στο άρθρο 99, ουσιαστικά συνεχίζοντας την αντιπαράθεση για το θέμα του μισθού και στο δικαστικό επίπεδο. Η άλλη επιλογή θα ήταν να παρέμβουν υπέρ της επιλογής του άρθρου 99, όπως έκανε μια μειοψηφία 100 εργαζομένων. Αυτό το στρατόπεδο εργαζομένων ουσιαστικά δέχεται το επιχείρημα του αφεντικού ότι δεν έχει λεφτά και ουσιαστικά ζητάει να διαπραγματευτεί μαζί του για τους όρους με τους οποίους θα συνεχίσει να δουλεύει στο μέλλον ώστε να εξυγιανθεί η επιχείρηση. Εξυγίανση της επιχείρησης σημαίνει απολύσεις, περικοπές, μειώσεις μισθών και τα απλήρωτα δεδουλευμένα περίπατο (για όλους). Από τη στιγμή που εργαζόμενοι τα δέχονται όλα αυτά, παύουν να βρίσκονται στο απεργιακό στρατόπεδο με την έννοια του συλλογικού αγώνα. Κάνουν μεν απεργία, επειδή το αφεντικό την κοπάνησε και δεν έχουν κάτι άλλο να κάνουν, αλλά ουσιαστικά αυτό που επιθυμούν είναι να διαπραγματευτούν, ατομικά και συλλογικά, για την εξασφάλιση της θέσης τους σε μια αναδιαρθρωμένη εφημερίδα χωρίς τα βαρίδια των εργατικών κατακτήσεων και, κυρίως, χωρίς μεγάλο μέρος των εργαζομένων. Για να σωθεί η όποια Μάνια, άρα και το μαγαζάκι όπου δουλεύουν, είναι διατεθειμένοι να δουλέψουν τζάμπα και υπερωρίες. Μπορεί μια τέτοια εθελόδουλή στάση να συναντιέται στην πλειοψηφία της εργατικής τάξης, ειδικά σε περιόδους οικονομικής στενότητας και 20% ανεργίας, δεν αναιρεί όμως ότι πρόκειται για ατομικό καβάτζωμα (στην καλύτερη περίπτωση) και όχι για συλλογική απεργιακή διεκδίκηση.
.
Οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ έχουν και άλλη μία δυνατότητα: την επίταξη των μέσων παραγωγής και την επαναλειτουργία τους υπό απεργιακό έλεγχο. Η ιδέα της επίταξης των μέσων παραγωγής δεν δοκιμάστηκε γιατί θα ήταν παράνομη, και οι εργαζόμενοι της Ε δεν ήθελαν να ξεφύγουν από τις νόμιμες μορφές δράσης, και ας είχαν απέναντί τους τις παρανομίες του αφεντικού. Δοκιμάστηκε όμως η ιδέα της έκδοσης απεργιακού φύλλου μέσω της χρήσης άλλων παραγωγικών μέσων. Το φύλλο εξαντλήθηκε, παρά τη λύσσα του αφεντικού, δείχνοντας ότι θα μπορούσε να στηρίζει ακόμα και οικονομικά μια προσπάθεια συλλογικού απεργιακού αγώνα.
.
Όμως, πέρα από ένα πρώτο στάδιο απεργιακής απεύθυνσης στην κοινωνία και μια ελαφρά ριζοσπαστικοποίηση στη θεματολογία του, το φύλλο ήταν φανερό ότι δεν αντιμετωπίστηκε από τους ίδιους τους συντάκτες ως ένα απεργιακό μέσο, αλλά ως ένα μέσο διαπραγμάτευσης της θέσης τους στην αγορά εργασίας. Αυτό έγινε σαφές και μέσα από τη διαφωνία εντός της συνέλευσης των εργαζομένων: θα υπογράφουμε τα κείμενα ή όχι; Και αν η διάθεση για μη υπογραφή των κειμένων δείχνει μια τάση για συλλογική τοποθέτηση μέσα από το απεργιακό φύλλο (καθώς και τον κατανοητό φόβο προς την εργοδοσία), η διάθεση για υπογραφή εμπεριέχει ακριβώς την ατομικιστική ματαιοδοξία και σαμποτάρει την πολιτική ζύμωση μεταξύ των απεργών.
.
Επιδεικνύουν, λοιπόν, οι συγκεκριμένοι ότι μπορούν να βγάλουν ένα φύλλο που να ομοιάζει στην Ε και άρα να αποκτήσουν την εμπιστοσύνη του αναγνωστικού κοινού της πάλαι ποτέ εφημερίδας. Τονίζουν ότι δεν θέλουν «υπερεπαναστατικότητα» και «αριστερισμούς», παρόλο που τέτοιους πούλαγε πάντα η πλουραλιστική Ε. Εννοούν προφανώς ότι θέλουν να δείξουν εικόνα αντιμνημονιακού διανοούμενου, κι όχι «γραφικού απεργού», στο πολυπόθητο αριστερό αναγνωστικό κοινό.
.
Εν τέλει, με τα δύο πρώτα απεργιακά φύλλα, οι απεργοί της Ε τοποθετήθηκαν μεν συλλογικά απέναντι στην εργοδοσία, ταυτόχρονα όμως διατήρησαν τη σχέση πάτρωνα-πελάτη με το αναγνωστικό κοινό και δεν συνδιαλέχτηκαν μαζί του πάνω στο κοινό ταξικό συμφέρον, όπως επιβάλλουν οι μέρες που ζούμε, αλλά και ο ίδιος ο αγώνας. Γιατί όσο δεν μοιραζόμαστε ισότιμες ταξικές θέσεις μάχης, οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ μαζί με την υπόλοιπη αγωνιζόμενη εργατική τάξη, είμαστε καταδικασμένοι να μοιραζόμαστε κοινές ταξικές ήττες.
.
Τα όρια των δύο πρώτων απεργιακών φύλλων (και το ότι δεν επιχειρήθηκε η κυκλοφορία τρίτου, τέταρτου κλπ.) φάνηκαν και στη λογική με την όποια κινήθηκε παράλληλα με τον αγώνα σημαντική μερίδα των εμπλεκόμενων σε αυτά, που προετοίμαζε την ίδρυση και κυκλοφορία ενός νέου συνεταιριστικού φύλλου. Είμαστε οι τελευταίοι που θα κρίνουμε αφ’ υψηλού την προσπάθεια κάποιων απλήρωτων και απολυμένων συντακτών να δουλέψουν συλλογικά για να βγάλουν τα προς τα ζην σε περίοδο κρίσης. Αλλά η συνεταιριστική δομή μιας επιχείρησης δεν την κάνει λιγότερο καπιταλιστική από όλες τις άλλες. Αυτό που μας απασχολεί εδώ ως αγωνιζόμενους μισθωτούς/άμισθους, κι όχι ως επιχειρηματίες του εαυτού μας, είναι ότι η αντιφατική αγωνιστική προσπάθεια που ξεκίνησε με τα δύο απεργιακά φύλλα σταμάτησε όχι τόσο λόγω της επίθεσης της ιδιοκτήτριας και των υποτακτικών της, όσο εξαιτίας της λογικής ότι η λύση στην κρίση δεν βρίσκεται μέσα από τον συλλογικό απεργιακό αγώνα, αλλά μέσα από καινούριες επιχειρηματικές προσπάθειες που ψάχνουν ζωτικό χώρο και πελάτες στην ούτως ή άλλως ευρισκόμενη σε κρίση αγορά των παραδοσιακών ΜΜΕ. Αυτή η επιχειρησιακή λογική προφανώς δεν χωράει όλους/ες τους συντάκτες, τεχνικούς, διοικητικούς της Ε. Ενδεχομένως δε να προωθεί το καινούριο φύλλο με ένα προκάλυμμα αυτοδιαχείρισης και «εφημερίδας των συντακτών», τη στιγμή που η απεργιακή λογική της αυτοδιαχείρισης υποστηρίχθηκε μόνο από μια μικρή μειοψηφία απεργών, αντιμετωπίζοντας τη χλεύη και την ειρωνεία όλων των υπόλοιπων για τη «γραφικότητα» της.
.
Έχουμε επομένως δύο ανταγωνιστικές λογικές μέσα σε μια απεργία, που και οι δύο ολοφάνερα βάζουν σε πρώτη μοίρα την εξασφάλιση κάποιων θέσεων εργασίας σε ένα μελλοντικό/διάδοχο επιχειρησιακό φύλλο. Η μία λογική κοιτάει να εξασφαλιστούν οι φορείς της μέσω διαπραγματεύσεων για το νέο μνημονιακό καθεστώς, που θα τους διασφαλίσει μια θέση στο παραδοσιακό αντιμνημονιακό φύλλο. Η άλλη λογική κοιτάει να εξασφαλιστούν οι φορείς της μέσω του να γίνουν συλλογικά αφεντικά ενός νέου αντιμνημονιακού φύλλου. Σε καμία από τις δύο εκδοχές –στις όποιες όσοι/ες εμπλέκονται δεν ταυτίζονται απόλυτα στις επιλογές και την στάση τους, ενώ υπάρχει πάντα και μια ριζοσπαστική μειοψηφία που «περισσεύει»– δεν χωράει το σύνολο των τεχνικών, διοικητικών, συντακτών, που όλοι μαζί πλήττονται από τη μνημονιακή επίθεση των αφεντικών. Πρόκειται λοιπόν για κινήσεις που προσφέρουν μεν μια προοπτική ατομικής επιβίωσης στην κρίση, θυσιάζοντας όμως τη συλλογική διεκδίκηση των απεργών. Το απεργιακό σώμα έχει ως μοναδικό ενοποιητικό στόχο τη νομική διεκδίκηση των δεδουλευμένων, έναν στόχο που ακόμα κι αυτόν τον υποτιμά με την ίδια του τη στάση, όταν μετά την απόρριψη την προσφυγής στο άρθρο 99, αντί να υπερθεματίσει πάνω στη δικαστική νίκη όλων των εργαζομένων, αρκείται σε μια καταγγελία του «στρατοπέδου» της «αυτοδιαχείρισης».
.
Αν τα δύο πρώτα απεργιακά φύλλα ήταν αντιφατικά ως προς την απεργιακή τους κατεύθυνση, τα (τύποις) απεργιακά φύλλα που κυκλοφόρησαν μετά την απόρριψη της προσφυγής στο άρθρο 99, από τους εναπομείναντες στη συνέλευση των εργαζομένων, ήταν σίγουρα ξεκάθαρα ως προς την στόχευση τους: την επανεκκίνηση της κυκλοφορίας του φύλλου, με τους εργαζόμενους απλήρωτους και με τον αντιμνημονιακό αέρα του ΣΥΡΙΖΑ να φυσάει στα πανιά του ξαλαφρωμένου καραβιού. Αν για ένα διάστημα, μέχρι να δει και το αφεντικό πώς θα προχωρήσει, η επανεκκίνηση του φύλλου μπορεί να παρουσιάζεται και ως απεργιακό μέσο, ακόμα καλύτερα για τους ιδιοκτήτες, σ’ έναν τόπο όπου για τόσες δεκαετίες η πολιτική του ΠΑΣΟΚ παρουσιαζόταν ως σοσιαλιστική. Οι ίδιοι συντάκτες που διαχώριζαν τη θέση τους από τα δύο πρώτα απεργιακά φύλλα, για να μη μπουν στη «μαύρη λίστα» της εργοδοσίας, τώρα είναι πρωτεργάτες στο στήσιμο των τελευταίων φύλλων, υπό τις κρυφές ή λιγότερο κρυφές ευλογίες της ιδιοκτήτριας. Το ότι στην έκδοση των (τύποις) απεργιακών φύλλων μαζί με τους υποτακτικούς της εργοδοσίας συμμετέχουν και αρκετοί ακόμα εργαζόμενοι/ες που θεωρούν ότι συνεισφέρουν έτσι στον αγώνα για τα δεδουλευμένα τους, χωρίς να προβληματίζονται για τις ορθάνοιχτες πόρτες της ιδιοκτήτριας στην έκδοση του φύλλου, είναι ένα γεγονός που επισφραγίζει την ήττα της απεργιακής λογικής έναντι της συναισθηματικής πρόσδεσης στην ίδια την επιχείρηση (που «δεν ήταν σαν τις άλλες», που «την πολέμησαν τα συμφέροντα» κλπ.)
.
Τα απεργιακά φύλλα και η έννοια της εργατικής αυτοδιαχείρισης αποκτούν ιδιαίτερη ταξική σημασία σε εποχές κρίσης, υψηλής παραγωγικής δύναμης των εργαζομένων και ταυτόχρονης μισθολογικής ασφυξίας από την πλευρά των αφεντικών, όταν τα αφεντικά δε δίνουν φράγκο ενώ οι εργαζόμενοι έχουν άπειρη εργατική δύναμη για να συνεχίσουν την παραγωγή. Εμάς, ως συνέλευση μισθωτών/άμισθων. μας ενδιαφέρει η απεργιακή χρήση αυτών των μέσων, κι όχι η επιχειρησιακή, είτε στη συνεταιριστική της μορφή, που στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να γίνει αντιληπτή ως μια ατομική/παρεϊστική διέξοδο από την ανεργία και τη μισθωτή σκλαβιά με τη μορφή της αυτοαπασχόλησης, είτε στη συντεχνιακή της μορφή, που ταυτίζεται με την εργοδοσία στην αγωνία της για τη διάσωση του «ιστορικού ονόματος». Η όποια κριτική στάση απέναντι στον αγώνα των απλήρωτων της Ε δεν έχει ως σκοπό να τους δείξει τον «ορθό» επαναστατικό δρόμο, αλλά να εξαγάγει κάποια χρήσιμα συμπεράσματα για όποιον/α επιζητά απεργιακές/ταξικές κι όχι ατομικές/συντεχνιακές απαντήσεις στην κρίση. Γιατί οι σχέσεις αγώνα που αναπτύχθηκαν μέσα από τις αντιφάσεις αυτής της απεργίας και της ριζοσπαστικής δράσης μιας μειοψηφίας «γραφικών» που μιλούσαν για κοινωνική αλληλεγγύη και πραγματική αυτοδιαχείριση είναι το έδαφος πάνω στο οποίο θα πατήσει οποιαδήποτε νικηφόρα απεργία διαρκείας στο μέλλον. Γιατί, εντέλει, υπάρχουν «ήττες» που μπορεί να αποδειχθούν χίλιες φορές σημαντικότερες από τις «νίκες».
.
Συνέλευση έμμισθων, άμισθων, «μπλοκάκηδων», «μαύρων», ανέργων και φοιτητών στα ΜΜΕ
---
Σημ.: την επιμέλεια της εικονογράφησης είχε η Ανασυγκρότηση
*