Εργατική Νομολογία

*
Ανασυγκρότηση
***
*
Περιεχόμενα
  1. Για την Επίσχεση Εργασίας
  2. Πότε η απεργία Συνδικαλιστικού Σωματείου είναι παράνομη και καταχρηστική
  3. Παροχή λόγω Αφερεγγυότητας του εργοδότη
  4. Ορισμός Εργατικού Ατυχήματος
  5. Όλα για την Αδεια και το Επίδομα Αδείας
  6. Πρακτικός Οδηγός Εργαζόμενου για την προστασία του Μισθού
  7. Αναλυτικά Εκκαθαριστικά Σημειώματα
  8. Συλλογική Σύμβαση Εργασίας
  9. Μη Καταβολή Δεδουλευμένων
Για την Επίσχεση Εργασίας

Στην περίπτωση που ο εργοδότης καθυστερεί να καταβάλλει τις αποδοχές στον εργαζόμενο του για σημαντικό χρόνο, τότε αυτός έχει δικαίωμα να προβεί σε επίσχεση εργασίας (Αρ.325 του Α.Κ.) Ασκώντας το δικαίωμα αυτό ο μισθωτός δηλώνει στον εργοδότη ότι διακόπτει την απασχόλησή του μέχρι να του καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές του.

Κατά το διάστημα της επίσχεσης εργασίας, ο εργοδότης περιέρχεται σε κατάσταση υπερημερίας, έτσι οι μισθωτοί δεν υποχρεούνται να παρέχουν εργασία ούτε και να παρουσιάζονται στην επιχείρηση, αλλά απεναντίας έχουν δικαίωμα να απασχοληθούν σε άλλο εργοδότη, για αντιμετώπιση βασικών βιοτικών αναγκών τους. Πρέπει όμως ο μισθωτός, που ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, να βρίσκεται πάντοτε στη διάθεση του εργοδότη, εφόσον αρθεί η υπερημερία του, για να αναλάβει εργασία (Α.Κ. 656- Εγγρ. Υπουρ. Εργασίας 1669/10.09.1982).

Για την εφαρμογή του δικαιώματος της επίσχεσης εργασίας πρέπει να συντρέχουν οι παρακάτω απαραίτητες προϋποθέσεις:

α) Πρώτη προϋπόθεση είναι να υπάρχει ενεργός εργασιακή σχέση. β) Να υπάρχει αξίωση απαιτητή ή ληξιπρόθεσμη, γ) Να γίνεται ρητώς και σαφώς (γραπτώς ή προφορικώς, εγκαίρως) ότι αρνείται να παρέχει τις υπηρεσίες του μέχρι να εκπληρώσει ο εργοδότης την υποχρέωση που τον βαρύνει. Η δήλωση του μισθωτού, ότι ασκεί το δικαίωμα της επίσχεσης είναι βασικότατη και πρέπει να είναι σαφής γραπτή ή προφορική, και να γίνεται έγκαιρα, δ) Να ασκείται εντός των ορίων της καλής πίστης, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος και ε) Η αξίωση να είναι συναφής προς την οφειλή και να στρέφεται κατά του προσώπου του εργοδότη.

Τι σημαίνει άσκηση επίσχεσης εργασίας;

Εάν ο εργοδότης καθυστερεί να καταβάλλει τις αποδοχές που οφείλει στο μισθωτό του σημαντικό χρόνο, τότε αυτός έχει δικαίωμα να προβεί σε επίσχεση της εργασίας του. Δηλαδή δικαιούται να δηλώσει στον εργοδότη ότι διακόπτει την εργασία του, μέχρις ότου να καταβληθούν οι καθυστερούμενες αποδοχές του Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι ο εργοδότης βρίσκεται σε κατάσταση υπερημερίας, με όλες τις απορρέουσες γι αυτόν απέναντι στο μισθωτό υποχρεώσεις, δηλαδή να του καταβάλει τις αποδοχές και για το χρονικό διάστημα που διαρκεί η επίσχεση της εργασίας του. Το χρόνο της υπερημερίας του εργοδότη, ο μισθωτός όχι μόνο δεν υποχρεούται να προσφέρει εργασία, αλλά δικαιούται και να απασχοληθεί αλλού για να καλύψει τις βασικές βιοτικές ανάγκες. Βέβαια νοείται ότι πρέπει παράλληλα να είναι σε κάθε στιγμή έτοιμος προς εργασία στη διάθεση του εργοδότη, σε περίπτωση που για οποιοδήποτε λόγο αρθεί η υπερημερία του

Τι δικαιούται ο εργαζόμενος όταν δεν του πληρώνεται έγκαιρα ο μισθός;

α) Να ασκήσει αγωγή και να ζητήσει εντόκως τους καθυστερούμενους μισθούς του, καθώς και αποζημίωση για κάθε άλλη ζημία του.

β) Έχει το δικαίωμα να κάνει επίσχεση της εργασίας του.

γ) Να ζητήσει την κήρυξη του εργοδότη σε πτώχευση, αν είναι έμπορος.

δ) Να θεωρήσει την καθυστέρηση ως βλαπτική μεταβολή με τα συναφή δικαιώματα, εφόσον η καθυστέρηση γίνεται συστηματικά και οφείλεται σε δόλο του εργοδότη.

ε) Ποινικές κυρώσεις για τον εργοδότη.

Πώς γίνεται η επίσχεση;

Με αντίστοιχη δήλωση βούλησης που πρέπει να είναι σαφής και ατομική. Απλή άρνηση εργασίας δεν αρκεί, γιατί κινδυνεύει να εκληφθεί ως παραίτηση από τη θέση.

Η δήλωση για επίσχεση καλύπτεται από αντίστοιχη δήλωση του συνδικαλιστικού φορέα;

Όχι, η λεγόμενη ομαδική επίσχεση είναι επίσχεση που στηρίζεται σε ισάριθμες δηλώσεις με τους ενδιαφερόμενους μισθωτούς.

Ποιο είναι το ευαίσθητο σημείο της επίσχεσης;

ΠΡΟΣΟΧΗ: Η άσκηση του δικαιώματος να μην είναι καταχρηστική (281 ΑΚ), οπότε από μέσο προστασίας του μισθού, μπορεί να έχει ως συνέπεια την απώλεια της θέσης εργασίας.

Πότε θεωρείται καλόπιστη η άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης;

Λαμβάνονται υπ όψιν οι ιδιαιτερότητες της σύμβασης εργασίας και συνήθως συνδέεται με την αποτροπή αιφνιδιασμού του εργοδότη, το ύψος των καθυστερούμενων αποδοχών και το βέβαιο της απαίτησης.
---
*
Πότε η απεργία
συνδικαλιστικού σωματείου
είναι παράνομη και καταχρηστική

Για να είναι νόμιμη η ενάσκηση του απεργιακού δικαιώματος απαιτείται η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων:

α) Η κήρυξη της απεργίας να γίνεται από την κατά νόμο αρμόδια, νόμιμα συστημένη, συνδικαλιστική οργάνωση, με απόφαση του αρμόδιου οργάνου της που λαμβάνεται χώρα με ορισμένη διαδικασία,

β) Η προειδοποίηση του εργοδότη τουλάχιστον 24 ώρες πρίν. Στη προθεσμία δε συμπεριλαμβάνονται οι εξαιρέσιμες ημέρες και αυτή του Σαββάτου.

γ) Η προηγούμενη γνωστοποίηση των αιτημάτων στον εργοδότη

δ) η διάθεση προσωπικού ασφαλείας ή και αντιμετώπισης των βασικών αναγκών του κοινωνικού συνόλου.

ε) να μην απαγορεύεται η προσφυγή στην απεργία από νόμο ή δικαστική απόφαση και

στ) η άσκηση του απεργιακού δικαιώματος να μην υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος και να μη συνδέεται με παράνομες πράξεις.

Η άσκηση του δικαιώματος της απεργίας δεν είναι ανέλεγκτη αλλά υπόκειται στους περιορισμούς τόσο του άρθρου 25 παρ. 3 του Συντάγματος όσο και το άρθρο του 281 ΑΚ (Περί καταχρηστική άσκησης του δικαιώματος).

Το δικαστήριο εκτός από τη συνδρομή των προϋποθέσεων που ορίζει ο νόμος ότι πρέπει να τηρηθούν για τη νομότυπη άσκηση του δικαιώματος αυτού, ελέγχει και αν το ως άνω δικαίωμα της απεργίας έχει ασκηθεί κατά τρόπο που υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος.
Τα κρίσιμα στοιχεία για τη διατύπωση της υπέρβασης των ορίων αυτών, η οποία καθιστά την απεργία καταχρηστική, είναι μεταξύ άλλων

α) η στάθμιση των αντιτιθέμενων συμφερόντων των απεργών και του εργοδότη

β) το μέγεθος των ζημιογόνων συνεπειών τις οποίες προκαλεί στον εργοδότη και το κοινωνικό σύνολο σε συνδυασμό με τη μορφή και τη διάρκειά της,

γ) την έκταση της προσβολής των ατομικών δικαιωμάτων τρίτων

δ) και η προφανής ή μη δυσαναλογία μεταξύ της ζημίας της επιχείρησης και της αναμενόμενης ωφέλειας των απεργών.

Συγκεκριμένα, καταχρηστική είναι η απεργία όταν διεκδικεί αιτήματα, η ρύθμιση των οποίων ανήκει στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο του παρέχει την εξουσία να αποφασίζει για την οργανική της δομή και διάρθρωση, να συνιστά τμήματα ή εκμεταλλεύσεις και να καταργεί, να μεταφέρει την επιχείρηση ή τμήμα σε άλλο τόπο και να επιλέγει τα μέσα για την επιδίωξη του οικονομικού σκοπού.
---
πηγή: Siamakis
---
*

Παροχή λόγω Αφερεγγυότητας του Εργοδότη

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ

Σκοπός του «λογαριασμού προστασίας εργαζομένων από την αφερεγγυότητα του εργοδότη» είναι η πληρωμή ανεξόφλητων, λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη, αποδοχών μέχρι τριών (3) μηνών, που προέρχονται από σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας και εμπίπτει στο χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών που προηγείται της υποβολής της αίτησης ή της δήλωσης για κήρυξη της πτώχευσης, εφόσον εκδοθεί απόφαση που κηρύσσει τον εργοδότη σε πτώχευση ή από τη δημοσίευση της προβλεπόμενης, από τη νομοθεσία ιδιωτικής ασφάλισης, υπουργικής απόφασης περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή από τη δημοσίευση της απόφασης, με την οποία τίθεται σε εκκαθάριση ο εργοδότης ή διαπιστωθεί ότι η επιχείρηση έκλεισε οριστικά και ότι λόγω ανεπάρκειας του ενεργητικού δεν δικαιολογείται η έναρξη διαδικασίας πτωχεύσεως.

Ένας εργοδότης θεωρείται ότι ευρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας όταν:

α) έχει περιέλθει σε κατάσταση παύσεως ή αναστολής των πληρωμών του και είτε κηρύσσεται σε πτώχευση με απόφαση του αρμόδιου δικαστηρίου είτε διαπιστωθεί ότι η επιχείρηση έκλεισε οριστικά και ότι λόγω ανεπάρκειας του ενεργητικού δεν συντρέχει λόγος κινήσεως της διαδικασίας πτωχεύσεως. Ως ημερομηνία επέλευσης της αφερεγγυότητας, θεωρείται η ημερομηνία υποβολής της αίτησης για την κίνηση της πτωχευτικής διαδικασίας.

β) η επιχείρηση (προβληματική) που υποβάλλεται στην ειδική εκκαθάριση των άρθρων 9 του ν.1386/1983 (ΦΕΚ 107/Α'), 46 του ν.1892/1990 (ΦΕΚ 101/Α') και 14 του ν. 2000/1991 (ΦΕΚ 206/Α'), όπως ισχύουν,

γ) η ασφαλιστική επιχείρηση της οποίας η άδεια λειτουργίας ανακλήθηκε με απόφαση του αρμοδίου υπουργού λόγω παράβασης διατάξεων της ασφαλιστικής νομοθεσίας και τίθεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση (αναγκαστική) σύμφωνα με το άρθρο 12α του ν.δ. 400/1970 (ΦΕΚ 10/Α'), όπως ισχύει,

δ) η επιχείρηση του τέθηκε ύστερα από προβλεπόμενη από το νόμο διαδικασία, σε εκκαθάριση με σκοπό την ικανοποίηση των απαιτήσεων των δανειστών του και με αποτέλεσμα τη λύση των σχέσεων εργασίας με τους μισθωτούς του.

Το ύψος των παροχών αυτών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί τις αποδοχές 3 μηνών, όπως αυτές προβλέπονται από τις αντίστοιχες συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Στην έννοια των «αποδοχών», που δύνανται να καλυφθούν από το ταμείο Αφερεγγυότητας, εμπίπτουν πλην του (νόμιμου) μισθού του εργαζόμενου, τυχόν απλήρωτα δώρα εορτών, Πάσχα ή Χριστουγέννων και άδεια ή επίδομα αδείας, εφόσον αυτά εμπίπτουν στο κρίσιμο χρονικό διάστημα που ορίζει ο νόμος. Δεν καταβάλλεται η αποζημίωση λόγω απόλυσης, καθόσον δεν θεωρείται αποδοχές.

Ο Ο.Α.Ε.Δ. υποκαθιστά τον εργοδότη στα αντίστοιχα δικαιώματα των εργαζομένων, ενώ για τις αποδοχές αυτές καταβάλλει τις ανάλογες εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. Οι τυχόν ανεξόφλητες αποδοχές που καταβάλλονται στους δικαιούχους πρέπει να εμπίπτουν μέσα στο χρονικό διάστημα των τελευταίων έξι μηνών. Το εξάμηνο αυτό (αν πρόκειται για την επιχείρηση που πτώχευσε) έχει αφετηρία την ημερομηνία υποβολής της αίτησης ή δήλωσης για κήρυξη της επιχείρησης σε πτώχευση, ενώ για τις λοιπές περιπτώσεις έχει αφετηρία την ημερομηνία δημοσίευσης της Υπουργικής Απόφασης για την ανάκληση (αν πρόκειται για εκκαθάριση επιχείρησης).

ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΙ


Δικαιούχοι των παροχών λόγω αφερεγγυότητας του εργοδότη είναι οι εργαζόμενοι: α) επιχείρησης που κηρύχθηκε σε πτώχευση μετά από δικαστική απόφαση είτε που διαπιστώθηκε ότι η επιχείρηση έκλεισε οριστικά και ότι λόγω ανεπάρκειας του ενεργητικού δεν συντρέχει λόγος κινήσεως της διαδικασίας πτωχεύσεως, ή β) επιχείρησης που τέθηκε σε εκκαθάριση ή γ) επιχείρησης (ασφαλιστικής) της οποίας ανακαλείται η άδεια λειτουργίας, λόγω παράβασης των διατάξεων της ιδιωτικής ασφαλιστικής νομοθεσίας.

ΠΡΟΘΕΣΜΙΕΣ

Το δικαίωμα για πληρωμή ανεξόφλητων αποδοχών στον εργαζόμενο από το "Λογαριασμό προστασίας εργαζομένων από την αφερεγγυότητα του εργοδότη" ασκείται με έγγραφη αίτηση του εργαζομένου προς την αρμόδια, Υπηρεσία του ΟΑΕΔ, το αργότερο μέσα σε ένα εξάμηνο α) από τη δημοσίευση της απόφασης για την κήρυξη του εργοδότη σε κατάσταση πτώχευσης ή β) από την ημερομηνία που η επιχείρησης τέθηκε σε εκκαθάριση ή γ) από την ημερομηνία που η επιχείρηση (ασφαλιστική) της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας, λόγω παράβασης των διατάξεων της ιδιωτικής ασφαλιστικής νομοθεσίας.


Μετά την πάροδο της εξάμηνης προθεσμίας, το δικαίωμα για τις παροχές αυτές αποσβέννυται.

ΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΙΚΑ

1) Βεβαίωση του συνδίκου της πτώχευσης ή του Γραμματέα του πτωχευτικού δικαστηρίου στη περίπτωση που η επιχείρηση κηρύχθηκε σε πτώχευση ή βεβαίωση του οικείου εκκαθαριστή για τις λοιπές περιπτώσεις από την οποία να προκύπτει το ύψος των ανεξόφλητων αποδοχών που αναγγέλθηκαν προς επαλήθευση ή ικανοποίηση καθώς και ο χρόνος στην οποία ανάγονται αυτές.
2) Δικαιολογητικό από το οποίο να προκύπτει ο ΑΜ ΙΚΑ του ενδιαφερομένου.
3) Υπεύθυνη δήλωση του Ν. 1599/86 για το ύψος των ανεξόφλητων αποδοχών και την περίοδο στην οποία αναφέρονται.
4) ΙΒΑΝ λογ/σμού ΕΤΕ στον οποίο ο ενδιαφερόμενος πρέπει να εμφανίζεται ως πρώτος δικαιούχος.


---
ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ
---
• Άρθρο 16 του Ν. 1836/89
• Π.Δ. 1/1990
• Άρθρο 44 του Ν. 2648/1998
• Π.Δ. 151/1999
• Π.Δ. 40/2007 Ενεργητικές Πολιτικές
* Προγρ. Απασχόλησης
---
*

Ορισμός εργατικού ατυχήματος

Εργατικό ατύχημα είναι εκείνο που συμβαίνει στον εργαζόμενο κατά τη διάρκεια της εργασίας ή με αφορμή την εργασία και οφείλεται σε απότομο βίαιο εξωτερικό γεγονός (συμβάν) που προκαλεί πρόσκαιρη ή διαρκή ανικανότητα εργασίας. Για το χαρακτηρισμό του ατυχήματος σαν εργατικού είναι αδιάφορος ο χρόνος εκδήλωσης των δυσμενών συνεπειών στην υγεία του εργαζόμενου, το αν εκδηλώνονται αμέσως, αργότερα ή σταδιακά, όπως και το εάν υπάρχει μερίδιο συνυπαιτιότητας του εργαζόμενου. (Φυσικά το ατύχημα που προκλήθηκε από πρόθεση του εργαζόμενου δεν χαρακτηρίζεται εργατικό).

Προϋποθέσεις χαρακτηρισμού ατυχήματος σαν εργατικού

Για να χαρακτηριστεί ένα γεγονός σαν εργατικό ατύχημα πρέπει να υπάρχουν οι εξής προϋποθέσεις:

Να πρόκειται για βίαιο γεγονός: Να υπάρχει δηλαδή έκτακτη και αιφνίδια επίδραση εξωτερικού παράγοντα, που δεν έχει σχέση με την οργανική κατάσταση του εργαζόμενου. Η επίδραση αυτή μπορεί να έχει σαν αιτία την επιβάρυνση των όρων εργασίας κάτω από απρόβλεπτες και έκτακτες συνθήκες.

Προϋπάρχουσα ασθένεια η οποία εκδηλώνεται ή επιδεινώνεται κατά την εκτέλεση της εργασίας κάτω από κανονικές συνθήκες δεν αποτελεί εργατικό ατύχημα. Αν όμως η ασθένεια προήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας κάτω από εξαιρετικές και ασυνήθιστες συνθήκες, τότε χαρακτηρίζεται ως εργατικό ατύχημα. Από τη νομολογία έχει κριθεί ότι υπέρμετρη προσπάθεια του εργαζόμενου που προκάλεσε θάνατο ή ανικανότητα για εργασία είναι εργατικό ατύχημα.

Έτσι οξύ έμφραγμα μυοκαρδίου που προκλήθηκε από ασυνήθιστους όρους εργασίας και δυσμενείς συνθήκες κρίθηκε από τα Δικαστήρια ότι αποτελεί εργατικό ατύχημα. Εργατικό ατύχημα έχει επίσης χαρακτηριστεί εκείνο που συνέβη εξαιτίας ανάθεσης βαρείας εργασίας σε μη αποθεραπευθέντα εργαζόμενο.

Να πρόκειται για γεγονός που συνέβη κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εργασία:
Τρεις περιπτώσεις ατυχημάτων καλύπτονται από τις σχετικές διατάξεις:

Εκείνα που συμβαίνουν κατά την εκτέλεση της εργασίας σαν άμεση συνέπεια αυτής: τραυματισμός από μηχάνημα, πτώση κλπ.

Εκείνα που συμβαίνουν με αφορμή την εργασία, δηλαδή εκτός του τόπου και του χρόνου εργασίας, με την προϋπόθεση να έχουν έστω και έμμεση σχέση με την εργασία. Έχει κριθεί από τα Δικαστήρια ότι αποτελούν εργατικά ατυχήματα εκείνα που συμβαίνουν κατά την ενέργεια μια πράξης προς το συμφέρον του εργοδότη, ακόμα και χωρίς την εντολή του. Έχει κριθεί επίσης ότι αποτελούν εργατικά ατυχήματα (κάτω από προϋποθέσεις) και εκείνα που συμβαίνουν κατά τη μετάβαση του εργαζόμενου από την κατοικία του στην εργασία και αντιστρόφως.

Εκείνα που οφείλονται σε επαγγελματική ασθένεια. Επαγγελματικές ασθένειες είναι αυτές που οφείλονται στις επιδράσεις των συνθηκών εργασίας, όπως αναλυτικά αναφέρονται στον Κανονισμό Ασθένειας του ΙΚΑ. Ευρύτερα όμως, κάθε επιδείνωση προϋπάρχουσας ασθένειας που συνέβη λόγω εξακολούθησης της αυτής εργασίας αποτελεί επίσης εργατικό ατύχημα.

Υποχρεώσεις του εργοδότη

Ο εργοδότης έχει υποχρέωση να αναγγείλει το εργατικό ατύχημα στις αρμόδιες αρχές και συγκεκριμένα:

Στην πλησιέστερη αστυνομική αρχή αμέσως

Στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας μέσα σε 48 ώρες

Στο ΙΚΑ μέσα σε 5 ημέρες

Εφόσον ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης εξαιτίας του ατυχήματος, έξοδα νοσηλείας ή κηδείας. Η απαλλαγή ισχύει ακόμη και στην περίπτωση αμέλειας του εργοδότη ή μη τήρησης κανόνων υγιεινής και ασφάλειας. Ο εργοδότης έχει υποχρέωση μόνο στην καταβολή του μισθού όπως περιγράφεται στην επόμενη ενότητα.

Εάν όμως με δικαστική απόφαση εξάγεται ότι το ατύχημα οφείλεται σε δόλο του εργοδότη, τότε υποχρεούται να καταβάλλει στον παθόντα (ή στην οικογένειά του) οποιαδήποτε διαφορά προκύπτει μεταξύ του ποσού της αποζημίωσης που οφείλει βάσει των διατάξεων του Αστικού Κώδικα και του ποσού των ασφαλιστικών παροχών που ο παθών εισέπραξε.

Δικαιώματα εργαζόμενου

Περίθαλψη

Εάν ο εργαζόμενος δεν είναι ασφαλισμένος στο ΙΚΑ, τα έξοδα ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης υποχρεώνεται να τα πληρώσει ο εργοδότης. Διαφορετικά ο εργοδότης απαλλάσσεται από τα έξοδα αυτά και ο εργαζόμενος καλύπτεται από το ΙΚΑ.

Αποδοχές - Επίδομα ασθενείας


Ο εργαζόμενος δικαιούται κατά το διάστημα της ανικανότητας προς εργασία επίδομα ασθενείας από το ΙΚΑ και το υπόλοιπο του μισθού του από τον εργοδότη για διάστημα 15 ημερών, εάν έχει υπηρεσία μικρότερη του έτους ή 1 μηνός για υπηρεσία πάνω από έτος. Η επιδότηση του ΙΚΑ αρχίζει από την πρώτη μέρα αναγγελίας του ατυχήματος. 

Εφάπαξ αποζημίωση μη ασφαλισμένων ΙΚΑ


Αν ο εργαζόμενος είναι ασφαλισμένος σε άλλο ταμείο εκτός του ΙΚΑ ισχύει ο νόμος 551/1915 που προβλέπει ότι ο εργοδότης ευθύνεται αντικειμενικά για το εργατικό ατύχημα, ανεξάρτητα αν επέδειξε αμέλεια ή όχι. Το ύψος της αποζημίωσης που οφείλει καθορίζεται σα συνάρτηση της έκτασης και της διάρκειας της ανικανότητας για εργασία που προκλήθηκε.

Αν προκλήθηκε πλήρης/διαρκής (δηλ πάνω από 2 έτη) ανικανότητα οφείλει αποζημίωση ίση με μισθούς έξι (6) ετών

Αν προκλήθηκε μερική/διαρκής ανικανότητα για εργασία οφείλει σαν αποζημίωση το εξαπλάσιο του ποσού κατά το οποίο ελαττώθηκε το ετήσιο εισόδημα (από μισθό) του παθόντος

Αν προκλήθηκε πλήρης/πρόσκαιρη (δηλ μέχρι 2 έτη) ανικανότητα οφείλει ημερήσια αποζημίωση ίση με το 1/2 του μισθού που ελάμβανε ο εργαζόμενος την ημέρα του ατυχήματος.

Αν προκλήθηκε μερική/πρόσκαιρη ανικανότητα οφείλει ημερήσια αποζημίωση ίση με το 1/2 της ελαττώσεως που υφίσταται ο μισθός του εργαζόμενου εξαιτίας της ανικανότητας αυτής

Σε περίπτωση θανάτου η αποζημίωση ισούται με τους μισθούς πέντε (5) ετών.

Αν ο εργοδότης τηρούσε όλους τους προβλεπόμενους κανόνες ασφάλειας και αποδειχθεί ότι το ατύχημα προκλήθηκε αποκλειστικά από αμέλεια του εργαζόμενου, το δικαστήριο μπορεί να κρίνει και να μειώσει το ύψος της αποζημίωσης στο μισό.

Αποζημίωση για ηθική βλάβη

Όλοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα αν είναι ασφαλισμένοι ή όχι στο ΙΚΑ, εφόσον υποστούν εργατικό ατύχημα που οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του εργοδότη ή των προσώπων του ή αν υπάρχει παράβαση των διατάξεων για τους όρους υγιεινής και ασφάλειας, δικαιούνται χρηματική αποζημίωση για ηθική βλάβη βάσει του άρθρου 932 ΑΚ. Σε περίπτωση θανάτου η αποζημίωση επιδικάζεται στα μέλη της οικογένειας (ψυχική οδύνη). Το ποσό της αποζημίωσης εξαρτάται από το βαθμό της βλάβης και ρυθμίζεται από το δικαστήριο. Οι αξιώσεις αυτές παραγράφονται 5 χρόνια μετά το ατύχημα.
---
---
*
Όλα για την άδεια και το επίδομα άδειας
σε 17 σύντομες ερωταπαντήσεις


1. Είμαι εργαζόμενος στον ιδιωτικό τομέα. Πότε είμαι δικαιούχος κανονικής άδειας;
Δικαιούσαι να λάβεις κανονική άδεια με αποδοχές, από την έναρξη της απασχόλησής σου στην επιχείρηση.

2. Ποιος αποφασίζει για τη χορήγηση της κανονικής άδειας;
Ο χρόνος που ο εργαζόμενος θα λάβει την κανονική άδειά του καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργοδότη. Αν ο μισθωτός ζητήσει την άδεια του, τότε ο εργοδότης υποχρεούται να του τη δώσει υποχρεωτικά εντός δύο μηνών

3. Ποιες μέρες υπολογίζονται στην κανονική άδεια;
Στην κανονική άδεια υπολογίζονται μόνο οι εργάσιμες ημέρες. Δεν συμπεριλαμβάνονται οι Κυριακές, και οι αργίες. Δεν μπορούν να συμψηφιστούν ημέρες αποχής του μισθωτού από την εργασία του λόγω βραχείας διάρκειας ασθένειας, στράτευσης, απεργίας, ανωτέρας βίας. Επίσης στις ημέρες κανονικής άδειας δεν μπορούν να συμψηφιστούν οι ημέρες ειδικών αδειών που προβλέπονται για τους μισθωτούς. (π.χ. άδεια γάμου ή κυήσεως κλπ). Για τους εργαζόμενους με πενθήμερο δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό ημερών αδείας, οι ημέρες της εβδομαδιαίας ανάπαυσης (ρεπό)

4. Πότε πρέπει να χορηγείται η κανονική άδεια;
Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγεί σε όλους τους εργαζόμενους την άδεια μέχρι τη λήξη του ημερολογιακού έτους, έστω και αν αυτοί δεν την ζήτησαν. Μεταφορά άδειας στο επόμενο έτος δεν επιτρέπεται. Οι μισές άδειες πρέπει να δίνονται στο διάστημα από 1ης Μαΐου έως 30ής Σεπτεμβρίου.

5. Επιτρέπεται η τμηματική χορήγηση της κανονικής άδειας;
Επιτρέπεται κατ΄ εξαίρεση η κατάτμηση του χρόνου της κανονικής άδειας σε δύο περιόδους, λόγω σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης, εκ των οποίων η πρώτη θα διαρκεί τουλάχιστον (6) ημέρες.
Η άδεια μπορεί να δοθεί και σε περισσότερες των δύο περιόδων εκ των οποίων η μία να διαρκεί τουλάχιστον 10 ημέρες για την πενθήμερη εργασία ή 12 ημέρες για την εξαήμερη εργασία, μετά από αίτημα του εργαζόμενου προς τον εργοδότη.
Για την κατάτμηση της άδειας δεν απαιτείται έγκριση του ΣΕΠΕ
Σε περιπτώσεις επιχειρήσεων που απασχολούν τακτικό και εποχικό προσωπικό και παρουσιάζουν ιδιαίτερη σώρευση εργασίας που οφείλεται στο είδος ή στο αντικείμενο εργασιών τους, σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο του έτους, για το τακτικό προσωπικό, ο εργοδότης δύναται να χορηγεί το τμήμα της αδείας των 10 εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή 12 επί εξαημέρου, οποτεδήποτε εντός του ημερολογιακού έτους.

6. Πόσες μέρες άδειας δικαιούμαι;
Για το 1ο και 2ο ημερολογιακό έτος, η άδεια υπολογίζεται αναλογικά με τους μήνες εργασίας.
Η αναλογία αυτή είναι 1,66 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί πενθημέρου και 2 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί εξαημέρου για το 1ο έτος.
Για το 2ο έτος και μετά τη συμπλήρωση 12 μηνών από την ημερομηνία πρόσληψης, η αναλογία είναι 1,75 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί πενθημέρου και 2,08 ημέρες άδειας/μήνα εργασίας επί εξαημέρου.
Κατά το 3ο ημερολογιακό έτος, καθώς και τα επόμενα, ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ολόκληρη την κανονική άδειά του και σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο του έτους αυτού.
Η άδεια αυτή, υπολογίζεται στις 22 ημέρες επί πενθημέρου και τις 26 επί εξαημέρου, με τη συμπλήρωση των 24 μηνών από την πρόσληψη εντός του 3ου αυτού ημερολογιακού έτους.

7. Ποιος είναι ο ανώτατος αριθμός ημερών κανονικής άδειας;
Εργαζόμενοι που έχουν συμπληρώσει 10 χρόνια στον ίδιο εργοδότη ή προϋπηρεσία 12 ετών σε οποιοδήποτε εργοδότη, δικαιούνται άδεια 30 εργάσιμων ημερών, επί εξαημέρου ή 25 εργασίμων ημερών, επί πενθημέρου. Όσοι έχουν συμπληρώσει 25 χρόνια υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας δικαιούνται 26 ημέρες επί πενθημέρου και 30 ημέρες άδεια επί εξαημέρου.

8. Δικαιούμαι αποδοχές κατά το διάστημα της άδειας;
Ναι, ο εργαζόμενος κατά τη διάρκεια της άδειας του δικαιούται τις αποδοχές που θα έπαιρνε αν εργαζόταν. Επίσης δικαιούται επίδομα αδείας, το οποίο είναι ίσο με τις αποδοχές των ημερών αδείας, με ανώτατο όριο το μισό μισθό για τους αμειβομένους με μισθό, ή 13 ημερομίσθια για τους αμειβομένους με ημερομίσθιο.

9. Πότε καταβάλλονται οι αποδοχές άδειας και το επίδομα άδειας;
Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στον εργαζόμενο κατά την ημέρα έναρξης της άδειας του.
Ο μισθωτός που δεν έλαβε την άδειά του από πταίσμα του εργοδότη δικαιούται, ευθύς μόλις λήξει το ημερολογιακό έτος εντός του οποίου έπρεπε να την είχε πάρει, τις αποδοχές της άδειας του αυξημένες κατά 100% . Το επίδομα άδειας δεν διπλασιάζεται.

10. Η εργασιακή σχέση έληξε πριν την λήξη του έτους. Τι προβλέπεται για την άδεια και το επίδομα άδειας;
Σε περίπτωση λύσης της εργασιακής σχέσης με οποιονδήποτε τρόπο και εφόσον δεν έχει ληφθεί η κανονική άδεια, ο μισθωτός δικαιούται τις αποδοχές τις οποίες θα έπαιρνε αν του είχε χορηγηθεί άδεια. Επίσης, δικαιούται και το επίδομα αδείας, με τον περιορισμό του μισού μισθού ή των 13 ημερομισθίων, ανάλογα εάν αμείβονται με μισθό, ή ημερομίσθιο.

11. Επιτρέπεται ο συμψηφισμός των αποδοχών άδειας και του επιδόματος άδειας με καταβαλλόμενες αποδοχές ανώτερες των νομίμων;
Όχι δεν επιτρέπεται. Οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ εργοδότη και εργαζόμενου για συμψηφισμό με τυχόν υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές προς τις οφειλόμενες αποδοχές και το επίδομα αδείας, είναι άκυρη

12. Εργαζόμενος, αρρώστησε κατά τη διάρκεια της άδειας του. Τι ισχύει στη περίπτωση αυτή;
Εργαζόμενος που αρρώστησε, ενώ κάνει χρήση της κανονικής του άδειας , μπορεί να διεκδικήσει το διάστημα της ασθένειας του, ως κανονική άδεια αργότερα.

13. Μπορεί να γίνει απόλυση εργαζόμενου που βρίσκεται σε κανονική άδεια;
Όχι αυτό απαγορεύεται

14. Μπορώ να απασχοληθώ σε άλλο εργοδότη κατά τη διάρκεια της άδειας μου;
Όχι αυτό δεν επιτρέπεται

15. Εργάζομαι με σύστημα εκ περιτροπής απασχόλησης. Πως υπολογίζονται οι ημέρες άδειας;
Οι ημέρες άδειας στην εκ περιτροπής εργασία είναι συνάρτηση του αριθμού ημερών που παρέχεται εργασία και της υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας του εργαζόμενου.
Για τον υπολογισμό των ημερών άδειας, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τους παρακάτω συντελεστές:
0,08 (24:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 1ο έτος
0,083333 (25:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 2ο έτος
0,086667 (26:300) Χ ημέρες εργασίας, για το 3ο μέχρι και 10ο έτος
0,1 (30:300) Χ ημέρες εργασίας, για 10 χρόνια στον ίδιο εργοδότη ή 12 συνολικά
0,103333 (31:300) Χ ημέρες εργασίας, για 25 χρόνια υπηρεσίας συνολικά

16. Πως υπολογίζεται η άδεια σε μικτό σύστημα απασχόλησης; (πλήρες και εκ περιτροπής)
Θα πρέπει να γίνουν δύο ξεχωριστοί υπολογισμοί, ένας για το διάστημα της πλήρους απασχόλησης και ένας για το διάστημα της εκ περιτροπής απασχόλησης.

17. Ποια στοιχεία πρέπει να τηρεί η επιχείρηση για τις άδειες των μισθωτών;
Ο εργοδότης οφείλει να τηρεί το ειδικό βιβλίο αδειών, το οποίο μπορεί να είναι και σε μορφή μηχανογραφημένων σελίδων. Το βιβλίο θα πρέπει να βρίσκεται στην επιχείρηση και να τίθεται στη διάθεση των ελεγκτικών οργάνων.
Υποχρεούται επίσης ο εργοδότης, να γνωστοποιεί ηλεκτρονικά στον πληροφοριακό σύστημα “ΕΡΓΑΝΗ”, εντός του Ιανουαρίου, τα στοιχεία των εργαζομένων που πήραν την ετήσια άδεια και το επίδομα αδείας κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος.

---
πηγή: ergasiaka-gr.net
---
*
ΠΡΑΚΤΙΚΟΣ Ο∆ΗΓΟΣ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΥ
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΜΙΣΘΟΥ

Ο Οδηγός βρίσκεται στο link: http://www.steb.gr/main/var/praktikos-odigos_ergazomenou.pdf
---
*
Αναλυτικά εκκαθαριστικά σημειώματα
Ποια είναι η σημασία τους
για τον εργοδότη και τον εργαζόμενο


Με τη διάταξη του Ν.4254/2014 (Άρθρο πρώτο, Κεφαλ.Α, Υποπαρ.ΙΑ5) προβλέπεται η υποχρέωση του εργοδότη να χορηγεί κατά την εξόφληση των αποδοχών του προσωπικού, αναλυτικά εκκαθαριστικά σημειώματα ενώ σε περίπτωση εφαρμογής μηχανογραφημένου συστήματος θα πρέπει να χορηγείται ανάλυση μισθοδοσίας.

Σε κάθε περίπτωση οι πάσης φύσεως αποδοχές του προσωπικού και οι κρατήσεις αυτών θα πρέπει να απεικονίζονται αναλυτικά.

Η παραβίαση της ανωτέρω υποχρέωσης του εργοδότη συνεπάγεται τις διοικητικές κυρώσεις του άρθρου 24 του Ν.3996/2011, όπως ισχύει. Ο υπολογισμός του ύψους του επιβαλλόμενου προστίμου γίνεται σύμφωνα με την Υ.Α 2063/Δ1632/2011 Υπ. Εργασίας (κατηγοριοποίηση παραβάσεων).

Σημειώνουμε ότι η μη επίδειξη αναλυτικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών των εργαζομένων για το τελευταίο τουλάχιστον τρίμηνο κατά τον έλεγχο που πραγματοποιούν τα όργανα του ΣΕΠΕ, αποτελεί ευθέως αποδεικνυόμενη παράβαση της εργατικής νομοθεσίας σύμφωνα με το άρθρο 2 της Υ.Α 27397/122/19.8.2013 Υπ. και Υφ. Εργασίας και τιμωρείται με πρόστιμο κατά δέσμια αρμοδιότητα του Επιθεωρητή Εργασίας που κυμαίνεται από 300 ευρώ έως 5000 ευρώ, ανάλογα με τον αριθμό των εργαζομένων που απασχολούνται συνολικά στην επιχείρηση (υποκαταστήματα – εγκαταστάσεις).

Η ανωτέρω διάταξη που προβλέπει την υποχρέωση του εργοδότη για την χορήγηση των αναλυτικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποδοχών των εργαζομένων, ορίζει ρητά ότι δεν απαιτείται η υπογραφή του εργαζόμενου ως αποδεικτικό χορήγησης του εκκαθαριστικού σημειώματος.

Θα πρέπει όμως σε κάθε περίπτωση να αποδεικνύεται ότι τα εκκαθαριστικά σημειώματα χορηγήθηκαν στον εργαζόμενο (εκδόθηκαν και παραδόθηκαν στον εργαζόμενο), ώστε ο εργαζόμενος να έλαβε γνώση αναλυτικά, σχετικά με τις αποδοχές που του καταβάλλονται.

Δεν αρκεί επομένως το γεγονός ότι απλά υπάρχουν κατά τον πιθανό έλεγχο αναλυτικά εκκαθαριστικά σημειώματα στον τόπο της επιχείρησης. 

Επειδή η χορήγηση των εκκαθαριστικών σημειωμάτων αποτελεί υποχρέωση του εργοδότη, το βάρος της απόδειξης ότι τα εκκαθαριστικά σημειώματα όντως παραδόθηκαν στον εργαζόμενο, βαρύνει τον εργοδότη.

Αν και δεν προβλέπεται να τεθεί η υπογραφή του εργαζόμενου στα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών, στην πράξη πολλές επιχειρήσεις χρησιμοποιούν το συγκεκριμένο στοιχείο και ως απόδειξη για την καταβολή των αποδοχών στον εργαζόμενο και για αυτό τον λόγο υπάρχει στα εκκαθαριστικά σημειώματα η ένδειξη της υπογραφής του εργαζόμενου για τις αποδοχές που έλαβε.

Ο σκοπός της υποχρέωσης χορήγησης στον μισθωτό των αναλυτικών εκκαθαριστικών σημειωμάτων είναι η διασφάλιση της διαφάνειας όσο αφορά το καθεστώς των αμοιβών που ακολουθεί μια επιχείρηση και η πλήρης ενημέρωση του εργαζόμενου σχετικά με την αμοιβή της εργασίας του (βασικός μισθός, επιδόματα, ασφαλιστικές κρατήσεις κ.λ.π), για να αποφεύγονται προς τούτο οι αμφισβητήσεις, ως προς αν οι καταβαλλόμενες αποδοχές ανταποκρίνονται ή όχι στις δικαιούμενες αξιώσεις του εργαζόμενου από την παροχή εργασίας.

Για τον λόγο αυτό, σε περίπτωση που ο εργαζόμενος παραλαμβάνει αναλυτικά εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών σύμφωνα με τα οποία οι αποδοχές που του καταβάλλονται υπολείπονται από αυτές που έχουν συμφωνηθεί σύμφωνα με την ατομική σύμβαση εργασίας, ο δε εργαζόμενος παραλαμβάνοντας αυτά τακτικά, λαμβάνει γνώση των αποδοχών που του καταβάλλονται και δεν εναντιώνεται για τις λιγότερο καταβαλλόμενες αποδοχές για ένα εύλογο χρονικό διάστημα, δύναται να θεωρηθεί ότι αποδέχεται τις καταβαλλόμενες αποδοχές, δηλαδή μεταβλήθηκαν οι όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας σιωπηρά, στα πλαίσια της αρχής της ελευθερίας των συμβάσεων(361Α.Κ)έστω και αν δεν υπογράφει στα αναλυτικά εκκαθαριστικά σημειώματα.

Βασίλης Τραϊανόπουλος
Επιθ. Εργασιακών Σχέσεων
---
*
ΟΜΕΔ
Τεχνικοί Τύπου
Συλλογική Σύμβαση Εργασίας

Ανατρέξτε στη διεύθυνση http://www.omed.gr/el/taxonomy/term/202
---
*


ΜΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗ ΔΕΔΟΥΛΕΥΜΕΝΩΝ

Τι μπορούμε να κάνουμε;

Ενόψει της δεινής οικονομικής συγκυρίας, η μη καταβολή των δεδουλευμένων αποδοχών στους εργαζομένους συναντάται όλο και συχνότερα.

Ο εργαζόμενος δεν μένει απροστάτευτος, αλλά έχει τις εξής δυνατότητες :

  1. Να ασκήσει το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας, είτε προφορικά είτε εγγράφως. Συνίσταται η έγγραφη δήλωση προς άρση κάθε είδους αμφιβολίας σχετικά με την άσκηση του εν λόγω δικαιώματος (- κατά την διάρκεια της επίσχεσης εργασίας, ο εργαζόμενος δικαιούται επίδομα επίσχεσης από τον ΟΑΕΔ -).
  2. Να ασκήσει αγωγή καταβολής δεδουλευμένων στο αρμόδιο Δικαστήριο.
  3. Να υποβάλλει σχετική καταγγελία στην αρμόδια κατά τόπον Επιθεώρηση Εργασίας.
Στην περίπτωση που η μη καταβολή δεδουλευμένων γίνεται δολίως προς εξαναγκασμό του εργαζόμενου σε παραίτηση, αυτή συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή και ο εργαζόμενος δύναται να τη θεωρήσει ως άτακτη από την πλευρά του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας και να αποχωρήσει αξιώνοντας την νόμιμη αποζημίωση.

ΠΟΛΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ!

Η μη καταβολή των δεδουλευμένων συνιστά και ποινικό αδίκημα, με συνέπεια ο εργοδότης να υπέχει και ποινική ευθύνη και να δύναται να κινηθεί εις βάρος του η διαδικασία του αυτοφώρου σε περίπτωση υποβολής μηνυτήριας αναφοράς είτε από τον εργαζόμενο είτε από την Επιθεώρηση Εργασίας.

---
*
Τι ισχύει για την
συνδικαλιστική δράση
στη χώρα μας

Στη χώρα μας, η συνδικαλιστική ελευθερία και δράση κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, προστατεύεται από Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας (οι οποίες ΔΣΕ υπερισχύουν κάθε αντίθετης διάταξης νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 28§1 του Συντάγματος) και ρυθμίζεται νομοθετικά με το ν. 1264/1982 όπως ισχύει.

Πιο συγκεκριμένα:

Στο Σύνταγμα, στην παρ. 1 του Άρθρου 23, καθορίζεται ότι το Κράτος λαμβάνει τα προσήκοντα μέτρα για τη διασφάλιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας και την ανεμπόδιστη άσκηση των συναφών μ’ αυτή δικαιωμάτων εναντίον κάθε προσβολής τους, μέσα στα όρια του νόμου. Επίσης, στην παρ. 2 ορίζεται η απεργία ως δικαίωμα, το οποίο ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις, προς διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών εν γένει συμφερόντων των εργαζομένων.

Στη ΔΣΕ 87/1948, η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας με το Ν.Δ. 4204/1961 (ΦΕΚ 174/Α’), ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι δικαιούνται, χωρίς καμιά διάκριση και χωρίς καμιά προηγούμενη άδεια, να συνιστούν οργανώσεις της επιλογής τους, να γίνονται μέλη αυτών, να εκπονούν τα καταστατικά και τους διοικητικούς κανονισμούς τους, να εκλέγουν ελεύθερα τους αντιπροσώπους τους, να οργανώνουν τα της διαχείρισης και της δραστηριότητάς τους και να καταστρώνουν το πρόγραμμα των ενεργειών τους.

Στη ΔΣΕ 98/1949, η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας με το Ν.Δ. 4205/1961, ορίζεται ότι οι εργαζόμενοι πρέπει να απολαμβάνουν κατάλληλης προστασίας κατά κάθε πράξης διάκρισης, που μπορεί να θίξει τη συνδικαλιστική τους ελευθερία ως προς την απασχόλησή τους. Οι εργοδότες δεν δικαιούνται να απολύουν τους εργαζόμενους ή να τους βλάπτουν με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο, λόγω εγγραφής τους ή συμμετοχής τους σε συνδικαλιστική δραστηριότητα. Επίσης, δεν πρέπει να επεμβαίνουν με κανένα τρόπο ή μέσο στη σύσταση, στη λειτουργία ή στη διοίκηση των οργανώσεων των εργαζομένων.

Στη ΔΣΕ 135/1971, η οποία κυρώθηκε στη χώρα μας με το Ν.1767/1988 (ΦΕΚ Α’ 63), στο άρθρο 1 του Κεφαλαίου Β’, ορίζεται ότι οι αντιπρόσωποι των εργαζομένων στην επιχείρηση πρέπει να προστατεύονται αποτελεσματικά έναντι κάθε μέτρου, που θα μπορούσε να τους θίξει, συμπεριλαμβανόμενης και της απόλυσης, που θα βασιζόταν στην ιδιότητα ή στις δραστηριότητές τους ως αντιπροσώπων των εργαζομένων, στη συνδικαλιστική τους υπαγωγή ή στη συμμετοχή τους σε συνδικαλιστικές δραστηριότητες εφόσον ενεργούν σύμφωνα με τους νόμους, τις συλλογικές συμβάσεις ή άλλες συμβατικές ρυθμίσεις που ισχύουν.

Παράλληλα, η προάσπιση της συνδικαλιστικής ελευθερίας προκύπτει από το άρθρο 11Ι της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της 4.11.1950 (κυρώθηκε από τη χώρα μας εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974), αλλά και από το άρθρο 23 IV της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου των Ηνωμένων Εθνών.

Ειδικότερα, η συνδικαλιστική ελευθερία και δράση προστατεύεται και ρυθμίζεται με το ν. 1264/1982 «Για τον εκδημοκρατισμό του Συνδικαλιστικού Κινήματος και την κατοχύρωση των συνδικαλιστικών ελευθεριών των εργαζομένων»(Α’ 79), με τον οποίο κατοχυρώνονται τα συνδικαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων και ρυθμίζονται τα της ίδρυσης, οργάνωσης, λειτουργίας και δράσης των συνδικαλιστικών οργανώσεών τους. Οι διατάξεις του περιλαμβάνουν τόσο γενικά όσο και συγκεκριμένα μέτρα για την προστασία της συνδικαλιστικής δράσης.

Το δικαίωμα της απεργίας ρυθμίζεται στα άρθρα 19 έως και 22 του ν. 1264/1982, όπως έχουν τροποποιηθεί και ισχύουν. Σύμφωνα δε με το άρθρο 19, η απεργία αποτελεί δικαίωμα των εργαζομένων που ασκείται από τις συνδικαλιστικές οργανώσεις: α) ως μέσο για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών, εργασιακών, συνδικαλιστικών και ασφαλιστικών συμφερόντων των εργαζομένων και ως εκδήλωση αλληλεγγύης για τους αυτούς σκοπούς και β) ως εκδήλωση αλληλεγγύης εργαζομένων επιχειρήσεων ή εκμεταλλεύσεων που εξαρτώνται από πολυεθνικές εταιρείες προς εργαζομένους σε επιχειρήσεις ή εκμεταλλεύσεις ή στην έδρα της ίδιας πολυεθνικής εταιρείας και εφόσον η έκβαση της απεργίας των τελευταίων θα έχει άμεσες επιπτώσεις στα οικονομικά ή εργασιακά συμφέροντα των πρώτων (σε αυτή την περίπτωση η απεργία κηρύσσεται από την πιο αντιπροσωπευτική τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση).

Για την άσκηση του δικαιώματος της απεργίας απαιτείται προειδοποίηση του εργοδότη ή της συνδικαλιστικής του οργάνωσης 24 τουλάχιστον ώρες πριν από την πραγματοποίησή της (υποπαρ. 3 της παρ. 1 του αρθ. 19 του ν. 1264/1982), αλλά και διάθεση του αναγκαίου προσωπικού για την ασφάλεια των εγκαταστάσεων της επιχείρησης και την πρόβλεψη καταστροφών και ατυχημάτων (παρ. 1 του αρθ. 21 του ν. 1264/1982).

Το άρθρο 22 του ν. 1264/1982 αναφέρεται σε απαγορεύσεις που κατατείνουν στην προστασία του δικαιώματος της απεργίας, αλλά και σε τρόπους επίλυσης νομικών διαφορών που ενδεχομένως προκύψουν από την εφαρμογή των ανωτέρω 19-22 άρθρων του ν. 1264/1982.

Πιο αναλυτικά, στο άρθρο 22 του ν. 1264/1982 όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 20 του ν. 4472/2017, ορίζονται τα εξής:

1. Απαγορεύεται κατά τη διάρκεια νομίμου απεργίας η πρόσληψη απεργοσπαστών.

2. Απαγορεύεται η ανταπεργία (λοκ-άουτ).

3. Δεν επιτρέπεται η δικαστική απαγόρευση απεργίας με ασφαλιστικά μέτρα.

4. Για διαφορές που προκύπτουν από την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 19-22 αποφασίζει το Μον. Πρωτοδικείο της έδρας της συνδικαλιστικής οργανώσεως που έχει κηρύξει την απεργία κατά τη διαδικασία των άρθρων 663 έως 676 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας.

Σε επείγουσες περιπτώσεις οι πρόεδροι των αρμοδίων πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίων δικαστηρίων προσδιορίζουν σύντομη δικάσιμη και συντέμνουν τις προθεσμίες επιδόσεως των δικογράφων, ώστε η συζήτηση να πραγματοποιηθεί μέσα σε πέντε (5) μέρες από την κατάθεσή τους ανεξάρτητα από τον αριθμό των υποθέσεων που εκκρεμούν.

Η προθεσμία της εφέσεως είναι τρεις (3) μέρες.

5. Με τη διαδικασία της παραγράφου 4 και τηρουμένων των ίδιων ως άνω προθεσμιών εκδικάζονται οι διαφορές που απορρέουν από την εφαρμογή του άρθρου 656 του Αστικού Κώδικα σε περίπτωση κήρυξης απεργίας στην επιχείρηση.»

(Το άρθρο 656 ΑΚ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 61 του ν. 4139/2013 ως εξής: «Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας, ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε. Δικαίωμα να απαιτήσει το μισθό έχει ο εργαζόμενος και στην περίπτωση που η αποδοχή της εργασίας είναι αδύνατη για λόγους που αφορούν στον εργοδότη και δεν οφείλονται σε ανώτερη βία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις ο εργαζόμενος δεν είναι υποχρεωμένος να παράσχει την εργασία σε άλλο χρόνο. Ο εργοδότης, όμως, έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από το μισθό καθετί που ο εργαζόμενος ωφελήθηκε από τη ματαίωση της εργασίας ή από την παροχή της αλλού.»).
---

*