*
Επιπλέον πριν από κάθε εκλογές η κυβέρνηση σε συνεργασία με τα κόμματα αλλά και σε τοπικό επίπεδο οι υποψήφιοι ορίζουν τις λεπτομέρειες των κανόνων του παιχνιδιού (π.χ. μέχρι πόσες φορές ένας υποψήφιος μπορεί να εμφανίζεται σε κανάλια εθνικής εμβέλειας, πόσες τε τοπικά, πόσες σε ραδιόφωνα, έως ποιο ποσό επιτρέπεται να δαπανά ο κάθε υποψήφιος, πότε μπορούν να πραγματοποιηθούν και να δημοσιοποιηθούν οι τελευταίες πριν από τις κάλπες δημοσκοπήσεις, πού και πότε θα γίνουν «στρογγυλά τραπέζια», προεκλογικές συγκεντρώσεις, αναρτήσεις πανό κ.ο.κ.).
Ολα αυτά, ασφαλώς -σε μια συνθήκη οικονομικοκοινωνικών καταιγιστικών δυσμενών εξελίξεων- δεν είναι πολύ σαφή, δεν μπορούν να μετρηθούν και να ελεγχθούν όλες οι συμπεριφορές, ούτε βέβαια να αποτραπούν οι παρεκβάσεις των εκλογικών δαπανών, τα πελατειακά δίκτυα, οι εξαγορές συνειδήσεων, οι κάθε λογής εκβιασμοί ή άλλες αντιδημοκρατικές συμπεριφορές και πρακτικές και να διορθωθούν. Θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι με πέντε-έξι διατάξεις νόμου για το ανώτατο όριο δαπανών ή προεκλογικών εμφανίσεων «στο γυαλί» και τρία «πόθεν έσχες» υποψηφίων μπορεί να αντιμετωπιστεί το ανεξάντλητο, από άποψη αφθονίας πόρων και ποικιλίας μέσων, επικοινωνιακό οπλοστάσιο των πολιτικών ή των αυτοδιοικητικών σχηματισμών που διαπλέκονται με τα συστήματα συμφερόντων της οικονομικής, κρατικής και μιντιακής εξουσίας.
Στην παρούσα περίοδο τα πράγματα έχουν γίνει πιο δύσκολα και απ’ ό,τι φαίνεται ακόμα πιο άδικα για τις προεκλογικές καμπάνιες των λιγότερο ισχυρών ή των νέων, και συνεπώς μη προβεβλημένων, εκλογικών συνδυασμών, καθώς η κομματική χρηματοδότηση προς τους υποψηφίους των τοπικών εκλογών απαγορεύεται, ενώ για τις ευρωεκλογές δεν δόθηκαν χρήματα από το κράτος στα κόμματα, σε αντίθεση με το πρόσφατο «πλούσιο» παρελθόν.
Κλειδί για την προβολή των παρατάξεων και των υποψηφίων παραμένει χωρίς αμφιβολία η πρόσβαση στα ΜΜΕ. Και αν ο παραδοσιακός Τύπος, οι πάσης φύσεως έντυπες εκδόσεις, με την όποια αξιοπιστία και επιρροή διαθέτουν, ελέγχονται κυρίως πολιτικά ή δεοντολογικά και προφανώς και φορολογικά (αν υπάρξει σχετική έρευνα) για τον τρόπο που «καλύπτουν» δημοσιογραφικά και «πουλάνε» σελίδες καθαρής ή «γκρίζας» πολιτικής διαφήμισης, τα ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ που κατέχουν και διαχειρίζονται δημόσιες συχνότητες (με τη γνωστή προβληματική νομιμότητα) ποιο ΕΣΡ και ποια Δικαιοσύνη θα μπορέσει να τα βάλει μαζί τους; Γιατί ναι μεν καθορίζεται το πόσες φορές θα βγει στην οθόνη ένας υποψήφιος, αλλά κανείς δεν ψάχνει πόσα πλήρωσε (στον τοπικό καναλάρχη και εκδότη λ.χ.) για να καταλάβει αυτός κι όχι ο άλλος υποψήφιος το «πρώτο τραπέζι», με συνεντεύξεις, δηλώσεις, «ρεπορτάζ», «ειδήσεις», στην «πίστα» των εκλογών, με δεδομένο τον αριθμητικό περιορισμό που προκύπτει αν συνδυάσουμε τον υπαρκτό ώς τις εκλογές τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό χρόνο με τον συνολικό αριθμό συνδυασμών και υποψηφίων.
Δεν θα ήταν επομένως υπερβολή να μιλήσουμε για ενός είδους εκλογική νοθεία που εξελίσσεται μπροστά μας, αν δούμε την έκταση και τον συνολικό τζίρο του ιδιότυπου χρηματιστηρίου αξιών χώρου και χρόνου εφημερίδων, καναλιών και ραδιοφώνων. Το «μαύρο» πολιτικό χρήμα πέφτει βροχή, μας λένε οι γνωρίζοντες, και προφανώς όσο μεγαλύτερες είναι η αναγνωσιμότητα, η τηλεθέαση και η ακροαματικότητα, τόσο αυξάνεται και η ροή του πολιτικού χρήματος. Αυτές τις μέρες άλλωστε φαίνεται ότι η Ενωση Εκδοτών Διαδικτύου (ΕΝΕΔ) -η οποία αποτελείται από τους γνωστούς ομίλους ΜΜΕ: Πήγασος, ΔΟΛ, Αntenna, Μega, Star, Capital, Ναυτεμπορική κ.λπ.) κατάφερε να δημιουργήσει ένα σύστημα κοινής αποδοχής για τις μετρήσεις των επισκέψεων σε κάθε ιστοσελίδα, ώστε να μοιραστεί «δικαιότερα» η αυξανόμενη διαφημιστική πίτα (συμπεριλαμβανομένης και της «πολιτικής») που προορίζεται για το Inernet. Τις υπόλοιπες που κατευθύνονται προς τα «παραδοσιακά» ιδιωτικά ηλεκτρονικά ΜΜΕ, φανερές, «γκρίζες» και «κίτρινες», πολιτικές διαφημίσεις και δυσφημήσεις (των αντιπάλων), γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ήδη εδώ και χρόνια -παρά τις γκρίνιες- τις «πωλούν» με βάση τις καθιερωμένες μετρήσεις της AGB παλιότερα και τώρα της Nielsen και της Focus.
Ανασυγκρότηση
***
*
*
"Μαύρη" και "γκρίζα" διαφήμιση καλοπληρωμένη
Εκλογική νοθεία...
... στα αστικά ΜΜΕ όλοι γίνονται "καθαροί", αρκεί να έχουν να πληρώσουν ... |
Με όποιο τρόπο και να σκεφτεί κανείς για το πώς θα πρέπει να διεξαχθεί δημοκρατικά μια εκλογική μάχη, νομίζω ότι δεν μπορεί παρά να καταλήξει σε μια θεμελιώδη θέση για τον σεβασμό της ισηγορίας, για την εξασφάλιση της ισότητας των όπλων, έστω και με αναλογικό τρόπο, όλων των υποψηφίων, όλων των παρατάξεων. Αυτές οι αρχές υποτίθεται ότι ικανοποιούνται με σχετικές διατάξεις νόμων που καθορίζουν, λ.χ., τη χρηματοδότηση των κομμάτων, την έντιμη και δημοκρατική λειτουργία του καναλιού της Βουλής και της (πάλαι ποτέ) ΕΡΤ, την ανεξαρτησία της ΕΕΤΤ και του ΕΣΡ, το οποίο καλείται να εποπτεύει την ιδιωτική ραδιοτηλεόραση, εθνικής ή τοπικής λήψης, (και) ως προς τον πλουραλισμό και την (όποια) αμεροληψία της κ.ά.
Επιπλέον πριν από κάθε εκλογές η κυβέρνηση σε συνεργασία με τα κόμματα αλλά και σε τοπικό επίπεδο οι υποψήφιοι ορίζουν τις λεπτομέρειες των κανόνων του παιχνιδιού (π.χ. μέχρι πόσες φορές ένας υποψήφιος μπορεί να εμφανίζεται σε κανάλια εθνικής εμβέλειας, πόσες τε τοπικά, πόσες σε ραδιόφωνα, έως ποιο ποσό επιτρέπεται να δαπανά ο κάθε υποψήφιος, πότε μπορούν να πραγματοποιηθούν και να δημοσιοποιηθούν οι τελευταίες πριν από τις κάλπες δημοσκοπήσεις, πού και πότε θα γίνουν «στρογγυλά τραπέζια», προεκλογικές συγκεντρώσεις, αναρτήσεις πανό κ.ο.κ.).
Ολα αυτά, ασφαλώς -σε μια συνθήκη οικονομικοκοινωνικών καταιγιστικών δυσμενών εξελίξεων- δεν είναι πολύ σαφή, δεν μπορούν να μετρηθούν και να ελεγχθούν όλες οι συμπεριφορές, ούτε βέβαια να αποτραπούν οι παρεκβάσεις των εκλογικών δαπανών, τα πελατειακά δίκτυα, οι εξαγορές συνειδήσεων, οι κάθε λογής εκβιασμοί ή άλλες αντιδημοκρατικές συμπεριφορές και πρακτικές και να διορθωθούν. Θα ήταν αφελές να πιστεύουμε ότι με πέντε-έξι διατάξεις νόμου για το ανώτατο όριο δαπανών ή προεκλογικών εμφανίσεων «στο γυαλί» και τρία «πόθεν έσχες» υποψηφίων μπορεί να αντιμετωπιστεί το ανεξάντλητο, από άποψη αφθονίας πόρων και ποικιλίας μέσων, επικοινωνιακό οπλοστάσιο των πολιτικών ή των αυτοδιοικητικών σχηματισμών που διαπλέκονται με τα συστήματα συμφερόντων της οικονομικής, κρατικής και μιντιακής εξουσίας.
Στην παρούσα περίοδο τα πράγματα έχουν γίνει πιο δύσκολα και απ’ ό,τι φαίνεται ακόμα πιο άδικα για τις προεκλογικές καμπάνιες των λιγότερο ισχυρών ή των νέων, και συνεπώς μη προβεβλημένων, εκλογικών συνδυασμών, καθώς η κομματική χρηματοδότηση προς τους υποψηφίους των τοπικών εκλογών απαγορεύεται, ενώ για τις ευρωεκλογές δεν δόθηκαν χρήματα από το κράτος στα κόμματα, σε αντίθεση με το πρόσφατο «πλούσιο» παρελθόν.
Κλειδί για την προβολή των παρατάξεων και των υποψηφίων παραμένει χωρίς αμφιβολία η πρόσβαση στα ΜΜΕ. Και αν ο παραδοσιακός Τύπος, οι πάσης φύσεως έντυπες εκδόσεις, με την όποια αξιοπιστία και επιρροή διαθέτουν, ελέγχονται κυρίως πολιτικά ή δεοντολογικά και προφανώς και φορολογικά (αν υπάρξει σχετική έρευνα) για τον τρόπο που «καλύπτουν» δημοσιογραφικά και «πουλάνε» σελίδες καθαρής ή «γκρίζας» πολιτικής διαφήμισης, τα ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ που κατέχουν και διαχειρίζονται δημόσιες συχνότητες (με τη γνωστή προβληματική νομιμότητα) ποιο ΕΣΡ και ποια Δικαιοσύνη θα μπορέσει να τα βάλει μαζί τους; Γιατί ναι μεν καθορίζεται το πόσες φορές θα βγει στην οθόνη ένας υποψήφιος, αλλά κανείς δεν ψάχνει πόσα πλήρωσε (στον τοπικό καναλάρχη και εκδότη λ.χ.) για να καταλάβει αυτός κι όχι ο άλλος υποψήφιος το «πρώτο τραπέζι», με συνεντεύξεις, δηλώσεις, «ρεπορτάζ», «ειδήσεις», στην «πίστα» των εκλογών, με δεδομένο τον αριθμητικό περιορισμό που προκύπτει αν συνδυάσουμε τον υπαρκτό ώς τις εκλογές τηλεοπτικό και ραδιοφωνικό χρόνο με τον συνολικό αριθμό συνδυασμών και υποψηφίων.
Δεν θα ήταν επομένως υπερβολή να μιλήσουμε για ενός είδους εκλογική νοθεία που εξελίσσεται μπροστά μας, αν δούμε την έκταση και τον συνολικό τζίρο του ιδιότυπου χρηματιστηρίου αξιών χώρου και χρόνου εφημερίδων, καναλιών και ραδιοφώνων. Το «μαύρο» πολιτικό χρήμα πέφτει βροχή, μας λένε οι γνωρίζοντες, και προφανώς όσο μεγαλύτερες είναι η αναγνωσιμότητα, η τηλεθέαση και η ακροαματικότητα, τόσο αυξάνεται και η ροή του πολιτικού χρήματος. Αυτές τις μέρες άλλωστε φαίνεται ότι η Ενωση Εκδοτών Διαδικτύου (ΕΝΕΔ) -η οποία αποτελείται από τους γνωστούς ομίλους ΜΜΕ: Πήγασος, ΔΟΛ, Αntenna, Μega, Star, Capital, Ναυτεμπορική κ.λπ.) κατάφερε να δημιουργήσει ένα σύστημα κοινής αποδοχής για τις μετρήσεις των επισκέψεων σε κάθε ιστοσελίδα, ώστε να μοιραστεί «δικαιότερα» η αυξανόμενη διαφημιστική πίτα (συμπεριλαμβανομένης και της «πολιτικής») που προορίζεται για το Inernet. Τις υπόλοιπες που κατευθύνονται προς τα «παραδοσιακά» ιδιωτικά ηλεκτρονικά ΜΜΕ, φανερές, «γκρίζες» και «κίτρινες», πολιτικές διαφημίσεις και δυσφημήσεις (των αντιπάλων), γνωρίζουμε πολύ καλά ότι ήδη εδώ και χρόνια -παρά τις γκρίνιες- τις «πωλούν» με βάση τις καθιερωμένες μετρήσεις της AGB παλιότερα και τώρα της Nielsen και της Focus.
---
πηγή: Δημήτρης Τρίμης/http://www.efsyn.gr/
---
Σημ.: την επιμέλεια της εικονογράφησης είχε η Ανασυγκρότηση
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου