*
Χρήστος Ξανθάκης
τα σαράντα χρόνια της «Ελευθεροτυπίας»
Θα έπρεπε να τιμούμε τη μνήμη όσων την έστησαν στα πόδια της, να θυμόμαστε τους αγώνες της και τις επιτυχίες της, να της ευχόμαστε να τα εκατοστήσει. Επέτειος γαρ, στις 21 Ιουλίου του 1975 είδε το φως της ημέρας η εφημερίδα. Θα έπρεπε λοιπόν να έχουμε μαζευτεί στο κτίριο του Νέου Κόσμου παλαιοί και νέοι συνεργάτες και να ανοίγουμε κανένα κρασί - άντε καμιά σαμπάνια για τα στελέχη! Σε αυτό το κτίριο που στέκει τώρα έρημο και καντιφλιασμένο, δίχως ανθρώπινες φωνές, δίχως ζωή, δίχως κίνηση. Δίχως καν φως και νερό, μας τα κόψανε πέρυσι το Νοέμβριο οι αρμόδιες υπηρεσίες και κυκλοφορούσαμε ύστερα με φακούς για να πάρουμε στο σπίτι τα αρχεία μας. Την περιουσία του δημοσιογράφου…
Συνεργάστηκα πάνω από είκοσι χρόνια με την «Ελευθεροτυπία», πρώτα φριλάντζα και ύστερα μισθωτός, και θα μπορούσα να γεμίσω σελίδες επί σελίδων με ανέκδοτα και κουτσομπολιά. Συμβαίνουν σε όλα τα μαγαζιά, πόσo δε μάλλον σε ένα μαγαζί που πήρε το χαρακτήρα του ιστορικού εκδότη του, του Κίτσου Τεγόπουλου. Ένα μίγμα αναρχίας, τρέλας, κυνισμού και μαύρου χιούμορ, που το υπηρέτησε και το εξέλιξε ο Σεραφείμ Φυντανίδης και το ακολούθησαν με ενθουσιασμό γενιές και γενιές συντακτών και ρεπόρτερ. Λογικό ήταν να συμβαίνουν τα μύρια όσα σε αυτό το καζάνι που έβραζε, τα περισσότερα εξ αυτών ευτράπελα. Γιατί το μεγάλο προσόν της «Ελευθεροτυπίας» ήταν πως δεν έπαιρνε τον εαυτό της στα σοβαρά. Ή μάλλον δεν τον έπαιρνε για πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Κι όταν αποφάσισε να αλλάξει τακτική μπήκε αμετάκλητα στο δρόμο της καταστροφής.
Είναι αυτό που λένε και στα τραγούδια, ότι τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία. Δεν συμβαίνει μόνο στους στίχους, συνέβη και στην «Ελευθεροτυπία» όταν μπήκε στο Χρηματιστήριο. Όπου ξαφνικά το μαγαζί το συμμαζεμένο και σφιχτοχέρικο βρέθηκε με άπειρα κεφάλαια στη διάθεσή του. Κεφάλαια που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν το μέλλον του, αλλά εν τέλει το υπονόμευσαν. Με το χτίσιμο (ή μάλλον το χτίσιμο και ξαναχτίσιμο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…) ενός ιδιόκτητου τυπογραφείου που έφτασε να φορτώνει τον ισολογισμό της εταιρείας με μείον δέκα εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Με τη διόγκωση του μισθολογικού κόστους, που κάποια στιγμή, στα τέλη της περασμένης δεκαετίας ξεπέρασε τα τριάντα εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Με την στροφή από την τρέλα, την αναρχία, τον κυνισμό και το μαύρο χιούμορ στον κομφορμισμό, στη θολούρα και στο παιχνίδι των ισορροπιών εντός συστήματος. Εκείνο το παλαιό μας μότο «Στηρίζουμε την αλλαγή, ελέγχουμε την εξουσία», πήγε περίπατο όταν άρχισε το πάρτι του χρηματιστηρίου. Και το πάρτι των προσφορών βεβαίως, έναντι αντίδωρου δημοσιογραφικού…
Κάπως έτσι φτάσαμε πριν από κάτι μήνες να κυκλοφορούμε με φακούς στις σκάλες του Νέου Κόσμου, κουβαλώντας χαρτιά και χαρτάκια. Αποχαιρετώντας μια εφημερίδα που δεν πρόλαβε να κλείσει τα σαράντα της χρόνια. Λέγοντας «αντίο» σε έναν οργανισμό media που όμοιός του δεν υπήρξε πριν και δεν θα υπάρξει κατόπιν. Το δικό μας Fun Park, τη δική μας Λιλιπούπολη, τη δική μας Χώρα των Θαυμάτων.
In loving memory.
Συνεργάστηκα πάνω από είκοσι χρόνια με την «Ελευθεροτυπία», πρώτα φριλάντζα και ύστερα μισθωτός, και θα μπορούσα να γεμίσω σελίδες επί σελίδων με ανέκδοτα και κουτσομπολιά. Συμβαίνουν σε όλα τα μαγαζιά, πόσo δε μάλλον σε ένα μαγαζί που πήρε το χαρακτήρα του ιστορικού εκδότη του, του Κίτσου Τεγόπουλου. Ένα μίγμα αναρχίας, τρέλας, κυνισμού και μαύρου χιούμορ, που το υπηρέτησε και το εξέλιξε ο Σεραφείμ Φυντανίδης και το ακολούθησαν με ενθουσιασμό γενιές και γενιές συντακτών και ρεπόρτερ. Λογικό ήταν να συμβαίνουν τα μύρια όσα σε αυτό το καζάνι που έβραζε, τα περισσότερα εξ αυτών ευτράπελα. Γιατί το μεγάλο προσόν της «Ελευθεροτυπίας» ήταν πως δεν έπαιρνε τον εαυτό της στα σοβαρά. Ή μάλλον δεν τον έπαιρνε για πολλά, πάρα πολλά χρόνια. Κι όταν αποφάσισε να αλλάξει τακτική μπήκε αμετάκλητα στο δρόμο της καταστροφής.
Είναι αυτό που λένε και στα τραγούδια, ότι τα λεφτά δεν φέρνουν την ευτυχία. Δεν συμβαίνει μόνο στους στίχους, συνέβη και στην «Ελευθεροτυπία» όταν μπήκε στο Χρηματιστήριο. Όπου ξαφνικά το μαγαζί το συμμαζεμένο και σφιχτοχέρικο βρέθηκε με άπειρα κεφάλαια στη διάθεσή του. Κεφάλαια που θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν το μέλλον του, αλλά εν τέλει το υπονόμευσαν. Με το χτίσιμο (ή μάλλον το χτίσιμο και ξαναχτίσιμο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία…) ενός ιδιόκτητου τυπογραφείου που έφτασε να φορτώνει τον ισολογισμό της εταιρείας με μείον δέκα εκατομμύρια ευρώ το χρόνο. Με τη διόγκωση του μισθολογικού κόστους, που κάποια στιγμή, στα τέλη της περασμένης δεκαετίας ξεπέρασε τα τριάντα εκατομμύρια ευρώ ετησίως. Με την στροφή από την τρέλα, την αναρχία, τον κυνισμό και το μαύρο χιούμορ στον κομφορμισμό, στη θολούρα και στο παιχνίδι των ισορροπιών εντός συστήματος. Εκείνο το παλαιό μας μότο «Στηρίζουμε την αλλαγή, ελέγχουμε την εξουσία», πήγε περίπατο όταν άρχισε το πάρτι του χρηματιστηρίου. Και το πάρτι των προσφορών βεβαίως, έναντι αντίδωρου δημοσιογραφικού…
Κάπως έτσι φτάσαμε πριν από κάτι μήνες να κυκλοφορούμε με φακούς στις σκάλες του Νέου Κόσμου, κουβαλώντας χαρτιά και χαρτάκια. Αποχαιρετώντας μια εφημερίδα που δεν πρόλαβε να κλείσει τα σαράντα της χρόνια. Λέγοντας «αντίο» σε έναν οργανισμό media που όμοιός του δεν υπήρξε πριν και δεν θα υπάρξει κατόπιν. Το δικό μας Fun Park, τη δική μας Λιλιπούπολη, τη δική μας Χώρα των Θαυμάτων.
In loving memory.
---
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου