*
Άρης Χατζηστεφάνου
***
*
Οι φωνές που ζητούν την καταδίκη των εκδοτών του βιβλίου του Δ. Κουφοντίνα μοιάζουν βγαλμένες από την εποχή του Γουτεμβέργιου
Ο Γουτεμβέργιος, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτό το ερώτημα το 1439 (και αφού πρώτα δοκίμασε την πρέσα του με μια γερμανική ποιητική συλλογή), αποφάσισε να τυπώσει την Αγία Γραφή. Η πράξη του, αν και φαίνεται οπισθοδρομική, σήμερα θα χαρακτηριζόταν «τρομοκρατική». Δίνοντας σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού τη δυνατότητα να συγκρίνουν το «εγχειρίδιο» της πίστης τους με τα ψευδή κηρύγματα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, τοποθέτησε μια βόμβα στα θεμέλια του παλαιού καθεστώτος και βοήθησε όσο λίγοι στην ανάδειξη της νεαρής τότε αστικής τάξης.
Αρχικά, η ρωμαιοκαθολική εκκλησία αντιμετώπισε θετικά τα πρώτα βιβλία καθώς πίστευε ότι θα έχουν περιορισμένη διάδοση και θα παραμείνουν ένα όμορφο εργαλείο στα χέρια της άρχουσας τάξης. Ο Μπαρτολομέο Πικολομίνι, λόγου χάρη, που στη συνέχεια θα γινόταν ο Πάπας Πίος Β’, ενημέρωνε τον καρδινάλιο Καρβαχάλ, το 1455, ότι τα βιβλία με την Αγία Γραφή είναι εξαιρετικά ευανάγνωστα και πως «η εξοχότητά του θα μπορούσε να τα διαβάσει ακόμη και χωρίς γυαλιά». Όταν βέβαια το εκκλησιαστικό κατεστημένο παρατήρησε την ταχύτητα εξάπλωσης της τυπογραφίας, η εξουσία του Βατικανού βρισκόταν ήδη αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη απειλή στην ιστορία της.
Δεδομένου ότι για προφανείς λόγους δεν μπορούσε να στραφεί εναντίον του «συγγραφέα» της Βίβλου, άρχισε τις διώξεις των τυπογράφων. Και αν το μίσος φούντωνε γι’ αυτούς που απλώς τύπωναν την Αγία Γραφή, εύκολα υποθέτει κανείς τι γινόταν με τα βιβλία που αμφισβητούσαν ευθέως την αριστοκρατία και το φεουδαρχικό σύστημα.
Όπως εξηγούσε η μεγάλη Αμερικανίδα ιστορικός Ελίζαμπεθ Αϊζενστάιν, αντίθετα με ό,τι πιστεύαμε μέχρι σήμερα, «εκείνη την εποχή κυνηγούσαν περισσότερο τους τυπογράφους που εξέδιδαν απαγορευμένα κείμενα παρά τους συγγραφείς των κειμένων». Αυτό που ενοχλούσε, όπως θα έλεγε και ο Μάρσαλ ΜακΛούαν, ήταν το μέσο και όχι το μήνυμα. Η Αϊζενστάιν περιγράφει στα κείμενά της μια χαρακτηριστική επιστολή που είχε στείλει τον 17ο αιώνα ο κυβερνήτης της Βιρτζίνια στους ανωτέρους του στην Αγγλία: «Δόξα τω Θεώ» έλεγε «που δεν έχουμε τυπογραφία στη Βιρτζίνια. Και για όσο είμαι κυβερνήτης, δεν θα υπάρξει τυπογραφία εδώ».
Η εκτύπωση βιβλίων λοιπόν, σύμφωνα με την Αμερικανίδα ιστορικό, έγινε συνώνυμο της επαναστατικής διάθεσης που εξέφραζε τότε η αστική τάξη. Πίσω από την επίθεση στους τυπογράφους κρυβόταν η σύγκρουση δύο διαφορετικών συστημάτων παραγωγής που έδιναν τις πρώτες μάχες για την κυριαρχία τους.
Όσο παράδοξο και αν ακούγεται, η κριτική που ασκείται τις τελευταίες ημέρες στον εκδοτικό οίκο αλλά ακόμη και στους επιμελητές του βιβλίου του Κουφοντίνα θυμίζει πολύ το κλίμα της θεοκρατικής Ευρώπη του Μεσαίωνα και των πρώτων χρόνων του Διαφωτισμού. Εδώ δεν έχουμε φυσικά ούτε επαναστατικούς ανέμους ούτε ευθεία αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος. Εχουμε όμως τόσο ισχυρές δόσεις σκοταδισμού που δεν είχαμε δει από την εποχή του Μεσαίωνα.
Μην μπορώντας να πλήξουν τον ίδιο τον συγγραφέα (όχι γιατί είναι ο θεός αλλά γιατί είναι ήδη στη φυλακή), οι επικριτές του στρέφουν τα βέλη τους προς αυτούς που μεταφέρουν τις ιδέες του. Η «επαναστατικότητα» του κειμένου (ή η έλλειψη αυτής) μας είναι εδώ εντελώς αδιάφορη, όπως ήταν και στην περίπτωση της Αγίας Γραφής (αρκετοί θα συμφωνήσουν άλλωστε ότι κάθε τρομοκρατική πράξη, ακόμη και αν γίνεται στο όνομα του λαού, είναι εκ προοιμίου εξίσου αντιδραστική με ένα θρησκευτικό κείμενο, αφού τελικά στρέφεται εναντίον των λαϊκών συμφερόντων). Αυτό που ενδιαφέρει όμως τους επικριτές είναι να πλήξουν το ίδιο το δικαίωμα στην αναπαραγωγή μιας πληροφορίας ή μιας ιδέας. Πόσο απέχει όμως αυτή η πρακτική από το κάψιμο των βιβλίων στη ναζιστική Γερμανία;
Η Ελλάδα έχει γνωρίσει αρκετά περιστατικά φίμωσης συγγραφέων – από το κορυφαίο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Ν. Καζαντζάκη μέχρι το όχι και τόσο κορυφαίο «Μν» του Μίμη Ανδρουλάκη ή ακόμη και το λεξικό του Μπαμπινιώτη με το λήμμα Βούλγαροι και την αναφορά στους οπαδούς του ΠΑΟΚ. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως, η κριτική εστιαζόταν στο πρόσωπο του συγγραφέα και όχι του εκδότη.
Γιατί όμως να περιμένει κανείς μια διαφορετική στάση στην Ελλάδα του 2014 μ.Χ.; Αν το ΠΑΣΟΚ κατάφερε, με τις προληπτικές προσαγωγές, να ξαναγυρίσει τη χώρα στην εποχή πριν από το 1215 μ.Χ., όταν παρουσιάστηκε η Magna Carta, και αν η Ν.Δ. απαγορεύει τις συγκεντρώσεις, όπως έκανε ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής (γνωστός και ως Γουλιέλμος ο Μπάσταρδος) το 1066 μ.Χ., γιατί να μη ζητήσει κανείς και τον περιορισμό της έκδοσης βιβλίων;
*
Μην πυροβολείτε τους τυπογράφους
Έχετε μόλις ανακαλύψει μια συσκευή που θα ανατρέψει ό,τι γνωρίζει η ανθρωπότητα για τη διάδοση της γνώσης και πρέπει να αποφασίσετε ποιο θα είναι το πρώτο σας μήνυμα;«Υπάρχουν πολλοί τρόποι να κάψεις ένα βιβλίο και ο κόσμος είναι γεμάτος από ανθρώπους που κυκλοφορούν με σπίρτα»
Ρέι Μπράντμπερι, Fahrenheit 451
Ο Γουτεμβέργιος, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με αυτό το ερώτημα το 1439 (και αφού πρώτα δοκίμασε την πρέσα του με μια γερμανική ποιητική συλλογή), αποφάσισε να τυπώσει την Αγία Γραφή. Η πράξη του, αν και φαίνεται οπισθοδρομική, σήμερα θα χαρακτηριζόταν «τρομοκρατική». Δίνοντας σε ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού τη δυνατότητα να συγκρίνουν το «εγχειρίδιο» της πίστης τους με τα ψευδή κηρύγματα της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, τοποθέτησε μια βόμβα στα θεμέλια του παλαιού καθεστώτος και βοήθησε όσο λίγοι στην ανάδειξη της νεαρής τότε αστικής τάξης.
Αρχικά, η ρωμαιοκαθολική εκκλησία αντιμετώπισε θετικά τα πρώτα βιβλία καθώς πίστευε ότι θα έχουν περιορισμένη διάδοση και θα παραμείνουν ένα όμορφο εργαλείο στα χέρια της άρχουσας τάξης. Ο Μπαρτολομέο Πικολομίνι, λόγου χάρη, που στη συνέχεια θα γινόταν ο Πάπας Πίος Β’, ενημέρωνε τον καρδινάλιο Καρβαχάλ, το 1455, ότι τα βιβλία με την Αγία Γραφή είναι εξαιρετικά ευανάγνωστα και πως «η εξοχότητά του θα μπορούσε να τα διαβάσει ακόμη και χωρίς γυαλιά». Όταν βέβαια το εκκλησιαστικό κατεστημένο παρατήρησε την ταχύτητα εξάπλωσης της τυπογραφίας, η εξουσία του Βατικανού βρισκόταν ήδη αντιμέτωπη με τη μεγαλύτερη απειλή στην ιστορία της.
Δεδομένου ότι για προφανείς λόγους δεν μπορούσε να στραφεί εναντίον του «συγγραφέα» της Βίβλου, άρχισε τις διώξεις των τυπογράφων. Και αν το μίσος φούντωνε γι’ αυτούς που απλώς τύπωναν την Αγία Γραφή, εύκολα υποθέτει κανείς τι γινόταν με τα βιβλία που αμφισβητούσαν ευθέως την αριστοκρατία και το φεουδαρχικό σύστημα.
Όπως εξηγούσε η μεγάλη Αμερικανίδα ιστορικός Ελίζαμπεθ Αϊζενστάιν, αντίθετα με ό,τι πιστεύαμε μέχρι σήμερα, «εκείνη την εποχή κυνηγούσαν περισσότερο τους τυπογράφους που εξέδιδαν απαγορευμένα κείμενα παρά τους συγγραφείς των κειμένων». Αυτό που ενοχλούσε, όπως θα έλεγε και ο Μάρσαλ ΜακΛούαν, ήταν το μέσο και όχι το μήνυμα. Η Αϊζενστάιν περιγράφει στα κείμενά της μια χαρακτηριστική επιστολή που είχε στείλει τον 17ο αιώνα ο κυβερνήτης της Βιρτζίνια στους ανωτέρους του στην Αγγλία: «Δόξα τω Θεώ» έλεγε «που δεν έχουμε τυπογραφία στη Βιρτζίνια. Και για όσο είμαι κυβερνήτης, δεν θα υπάρξει τυπογραφία εδώ».
Η εκτύπωση βιβλίων λοιπόν, σύμφωνα με την Αμερικανίδα ιστορικό, έγινε συνώνυμο της επαναστατικής διάθεσης που εξέφραζε τότε η αστική τάξη. Πίσω από την επίθεση στους τυπογράφους κρυβόταν η σύγκρουση δύο διαφορετικών συστημάτων παραγωγής που έδιναν τις πρώτες μάχες για την κυριαρχία τους.
Όσο παράδοξο και αν ακούγεται, η κριτική που ασκείται τις τελευταίες ημέρες στον εκδοτικό οίκο αλλά ακόμη και στους επιμελητές του βιβλίου του Κουφοντίνα θυμίζει πολύ το κλίμα της θεοκρατικής Ευρώπη του Μεσαίωνα και των πρώτων χρόνων του Διαφωτισμού. Εδώ δεν έχουμε φυσικά ούτε επαναστατικούς ανέμους ούτε ευθεία αμφισβήτηση του καπιταλιστικού συστήματος. Εχουμε όμως τόσο ισχυρές δόσεις σκοταδισμού που δεν είχαμε δει από την εποχή του Μεσαίωνα.
Μην μπορώντας να πλήξουν τον ίδιο τον συγγραφέα (όχι γιατί είναι ο θεός αλλά γιατί είναι ήδη στη φυλακή), οι επικριτές του στρέφουν τα βέλη τους προς αυτούς που μεταφέρουν τις ιδέες του. Η «επαναστατικότητα» του κειμένου (ή η έλλειψη αυτής) μας είναι εδώ εντελώς αδιάφορη, όπως ήταν και στην περίπτωση της Αγίας Γραφής (αρκετοί θα συμφωνήσουν άλλωστε ότι κάθε τρομοκρατική πράξη, ακόμη και αν γίνεται στο όνομα του λαού, είναι εκ προοιμίου εξίσου αντιδραστική με ένα θρησκευτικό κείμενο, αφού τελικά στρέφεται εναντίον των λαϊκών συμφερόντων). Αυτό που ενδιαφέρει όμως τους επικριτές είναι να πλήξουν το ίδιο το δικαίωμα στην αναπαραγωγή μιας πληροφορίας ή μιας ιδέας. Πόσο απέχει όμως αυτή η πρακτική από το κάψιμο των βιβλίων στη ναζιστική Γερμανία;
Η Ελλάδα έχει γνωρίσει αρκετά περιστατικά φίμωσης συγγραφέων – από το κορυφαίο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» του Ν. Καζαντζάκη μέχρι το όχι και τόσο κορυφαίο «Μν» του Μίμη Ανδρουλάκη ή ακόμη και το λεξικό του Μπαμπινιώτη με το λήμμα Βούλγαροι και την αναφορά στους οπαδούς του ΠΑΟΚ. Σε όλες τις περιπτώσεις όμως, η κριτική εστιαζόταν στο πρόσωπο του συγγραφέα και όχι του εκδότη.
Γιατί όμως να περιμένει κανείς μια διαφορετική στάση στην Ελλάδα του 2014 μ.Χ.; Αν το ΠΑΣΟΚ κατάφερε, με τις προληπτικές προσαγωγές, να ξαναγυρίσει τη χώρα στην εποχή πριν από το 1215 μ.Χ., όταν παρουσιάστηκε η Magna Carta, και αν η Ν.Δ. απαγορεύει τις συγκεντρώσεις, όπως έκανε ο Γουλιέλμος ο Κατακτητής (γνωστός και ως Γουλιέλμος ο Μπάσταρδος) το 1066 μ.Χ., γιατί να μη ζητήσει κανείς και τον περιορισμό της έκδοσης βιβλίων;
---
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου