*
Ανασυγκρότηση
***
*
του Γιώργου Λακόπουλου
Αυτό δεν μας κάνει καν εντύπωση πλέον: το επαγγελματικό σωματείο των δημοσιογράφων κηρύσσει απεργίες για τα συμφέροντα του κλάδου και κάποιοι δημοσιογράφοι τις παραβιάζουν και εργάζονται. Ως απεργοσπάστες.
Όχι μόνο ανερυθρίαστα, αλλά το προβάλλουν και ως μαγκιά τους. Παρότι έχουν τιμωρηθεί ήδη με ποινή διαγραφής από την ΕΣΗΕΑ συμπράττουν με τον εργοδότη τους σε βάρος των άλλων μέσων ενημέρωσης και των άλλων δημοσιογράφων. Και βγαίνουν κι από πάνω: «Γραμμένη την έχουμε την Ένωση».
Οι αποσυνάγωγοι γίνονται τιμητές. Παλιότερα οποίος έσπαζε απεργία δεν είχε μούτρα να βγει στην πιάτσα για χρόνια. Η διαγραφή από την ΕΣΗΕΑ ήταν ταπείνωση και ισόβιο στίγμα. Αλλά είπαμε: αυτό το βλέπουμε σαν φυσικό φαινόμενο.
Όπως βλέπουμε και κάτι χειρότερο που παραβιάζει όλα τα όρια του Κώδικα Δεοντολογίας: τη μετατροπή της δημοσιογραφικής εργασίας σε μηχανισμό παραπλάνησης του κοινού έναντι αμοιβής από δημοσιογράφους που θέτουν ενσυνείδητα και επίσημα τον εαυτό τους στην υπηρεσία επιχειρήσεων.
Ραδιοφωνικοί παραγωγοί, κυρίως, στη διάρκεια των εκπομπών τους συνιστούν στους ακροατές τους πάσης φύσεως προϊόντα: τράπεζες, τηλεφωνία, αυτοκίνητα, ασφαλιστικά προγράμματα, τρόφιμα, βούτυρα, κρασιά, ταξίδια, ιατρικά προγράμματα και παραϊατρικές θεραπείες, σκευάσματα. Από όλα έχει ο μπαξές. Εκτός από σοβαρότητα και αξιοπιστία.
Αντί να αγοράσει μια επιχείρηση χρόνο σε ένα σταθμό και να τοποθετήσει διαφημιστικό σποτ, αγοράζει δημοσιογράφους. Οι οποίοι με το όνομά τους, τη φωνή τους και το «κύρος» τους συνιστούν, συμβουλεύουν, υποδεικνύουν αγορές ειδών, εκφωνώντας κείμενα που δεν έχουν γράψει η ίδιοι. Πλασάροντας προϊόντα σα να πρόκειται για αποτέλεσμα ρεπορτάζ.
Κανένα από τα στοιχεία των προϊόντων που προτείνουν δεν προκύπτει από έρευνα που έκαναν οι ίδιοι. Ό,τι τους λένε, αυτό εκφωνούν. Με κάποιοι αντίτιμο. Άλλοι το καρπώνονται εξ ολοκλήρου, άλλοι το μοιράζονται με τον ιδιοκτήτη του μέσου. Σε κάθε περίπτωση παραπλανούν το κοινό, προβάλλοντας προϊόντα κατά τρόπο που δεν έχει σχέση με τη δημοσιογραφία. Αυτοεμπορευματοποίηση. Αγοραία -κυριολεκτικά- εκδοχή της ενημέρωσης.
Ορισμένοι το κάνουν παραστατικά, θεατρινίστικα, υποβλητικά προκειμένου να δείξουν στον εντολέα τους ότι παίζουν καλά το ρολό του πλασιέ που ανέλαβαν. «Αγοράστε το, σας το λέω εγώ εγγυημένα». Το λέω εγώ η Λεμονιά πού ΄κανα χίλια προξενιά.
Προφανώς ένας επαγγελματίας δημοσιογράφος στις μέρες μας μπορεί να διαθέσει τον εαυτό του στην παραγωγή μιας διαφήμισης. Αρκεί να είναι προφανές ότι πρόκειται για διαφήμιση. Παρόλα αυτά το επαγγελματικό σωματείο τους τιμωρεί γι αυτό - και ας είναι καθαρή επαγγελματική δραστηριότητα.
Δεν τιμωρεί -ούτε καν αποδοκιμάζει- όμως όσους υποδύονται τους γνώστες των ιδιοτήτων προϊόντων με τα οποία τους συνδέουν μόνο τα λεφτά που πήραν για να προβάλλουν, ως…πληροφορία. Δεν τα διαφημίζουν. Τα ενσωματώσουν στη δημοσιογραφική λειτουργία και καλούν το κοινό να τα προτιμήσει με την προσωπική τους εγγύηση. Αυτό δεν είναι δεοντολογική παραβίαση;
Είναι κάτι χειρότερο: ευθεία αλλοτρίωση της δημοσιογραφικής ιδιότητας και υποταγή της στα διαφημιστικά τερτίπια παράγωγων προϊόντων που μπορεί να είναι ακόμη και επικίνδυνα. Και πάντως δεν είναι δουλειά των δημοσιογράφων να τα υποστηρίζουν αυτοπροσώπως. Αυτό είναι ντροπή για τη δημοσιογραφία Είναι το τέλος της. Το χειρότερο μήνυμα προς την κοινωνία από έναν κλάδο που έχει ως αποστολή την προστασία της από την παραπλάνηση και την εξαπάτηση…
Τι δουλειά έχει ένας δημοσιογράφος εκεί που μεταδίδει πληροφορίες, κάνει συνεντεύξεις και σχολιάζει την επικαιρότητα να πετάει ξαφνικά ότι υπάρχει και το τάδε προϊόν και όποιος το αγοράσει έκανε την τύχη του. Τι είδους ενημέρωση είναι αυτή; Αν θέλει να δανείσει τη φωνή του σε μια εταιρία, να το κάνει σε ένα διαφημιστικό σποτ της. Συνιστά παραπλάνηση να το κάνει εν είδει δημοσιογραφικής εργασίας.
Πρόκειται για δραστηριότητες που δεν αφορούν τον μέσο δημοσιογράφο που ιδροκοπάει για να κάνει τη δουλειά του όσο μπορεί καλύτερα με ψίχουλα ως αμοιβή, όταν τα παίρνει κι αυτά. Αφορούν μια κάστα επωνύμων, μεγαλοδημοσιογράφων που συμπαρασύρουν τον κλάδο ακόμη βαθύτερα στην ανυποληψία. Αυτός ο κατήφορος έχει ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις…
ΥΓ. Μια υγιής αντίδραση των καταναλωτών θα ήταν να αποφεύγουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που τους συνιστούν κατ αυτόν τον τρόπο δημοσιογράφοι. Θα προστάτευαν και τον εαυτό τους και το αγαθό της ενημέρωσης.
*
Ο ατελείωτος κατήφορος
της ελληνικής δημοσιογραφίας:
δημοσιογράφοι απεργοσπάστες
ή σε ρόλους πλασιέ!
Αυτό δεν μας κάνει καν εντύπωση πλέον: το επαγγελματικό σωματείο των δημοσιογράφων κηρύσσει απεργίες για τα συμφέροντα του κλάδου και κάποιοι δημοσιογράφοι τις παραβιάζουν και εργάζονται. Ως απεργοσπάστες.
Όχι μόνο ανερυθρίαστα, αλλά το προβάλλουν και ως μαγκιά τους. Παρότι έχουν τιμωρηθεί ήδη με ποινή διαγραφής από την ΕΣΗΕΑ συμπράττουν με τον εργοδότη τους σε βάρος των άλλων μέσων ενημέρωσης και των άλλων δημοσιογράφων. Και βγαίνουν κι από πάνω: «Γραμμένη την έχουμε την Ένωση».
Οι αποσυνάγωγοι γίνονται τιμητές. Παλιότερα οποίος έσπαζε απεργία δεν είχε μούτρα να βγει στην πιάτσα για χρόνια. Η διαγραφή από την ΕΣΗΕΑ ήταν ταπείνωση και ισόβιο στίγμα. Αλλά είπαμε: αυτό το βλέπουμε σαν φυσικό φαινόμενο.
Όπως βλέπουμε και κάτι χειρότερο που παραβιάζει όλα τα όρια του Κώδικα Δεοντολογίας: τη μετατροπή της δημοσιογραφικής εργασίας σε μηχανισμό παραπλάνησης του κοινού έναντι αμοιβής από δημοσιογράφους που θέτουν ενσυνείδητα και επίσημα τον εαυτό τους στην υπηρεσία επιχειρήσεων.
Ραδιοφωνικοί παραγωγοί, κυρίως, στη διάρκεια των εκπομπών τους συνιστούν στους ακροατές τους πάσης φύσεως προϊόντα: τράπεζες, τηλεφωνία, αυτοκίνητα, ασφαλιστικά προγράμματα, τρόφιμα, βούτυρα, κρασιά, ταξίδια, ιατρικά προγράμματα και παραϊατρικές θεραπείες, σκευάσματα. Από όλα έχει ο μπαξές. Εκτός από σοβαρότητα και αξιοπιστία.
Αντί να αγοράσει μια επιχείρηση χρόνο σε ένα σταθμό και να τοποθετήσει διαφημιστικό σποτ, αγοράζει δημοσιογράφους. Οι οποίοι με το όνομά τους, τη φωνή τους και το «κύρος» τους συνιστούν, συμβουλεύουν, υποδεικνύουν αγορές ειδών, εκφωνώντας κείμενα που δεν έχουν γράψει η ίδιοι. Πλασάροντας προϊόντα σα να πρόκειται για αποτέλεσμα ρεπορτάζ.
Κανένα από τα στοιχεία των προϊόντων που προτείνουν δεν προκύπτει από έρευνα που έκαναν οι ίδιοι. Ό,τι τους λένε, αυτό εκφωνούν. Με κάποιοι αντίτιμο. Άλλοι το καρπώνονται εξ ολοκλήρου, άλλοι το μοιράζονται με τον ιδιοκτήτη του μέσου. Σε κάθε περίπτωση παραπλανούν το κοινό, προβάλλοντας προϊόντα κατά τρόπο που δεν έχει σχέση με τη δημοσιογραφία. Αυτοεμπορευματοποίηση. Αγοραία -κυριολεκτικά- εκδοχή της ενημέρωσης.
Ορισμένοι το κάνουν παραστατικά, θεατρινίστικα, υποβλητικά προκειμένου να δείξουν στον εντολέα τους ότι παίζουν καλά το ρολό του πλασιέ που ανέλαβαν. «Αγοράστε το, σας το λέω εγώ εγγυημένα». Το λέω εγώ η Λεμονιά πού ΄κανα χίλια προξενιά.
Προφανώς ένας επαγγελματίας δημοσιογράφος στις μέρες μας μπορεί να διαθέσει τον εαυτό του στην παραγωγή μιας διαφήμισης. Αρκεί να είναι προφανές ότι πρόκειται για διαφήμιση. Παρόλα αυτά το επαγγελματικό σωματείο τους τιμωρεί γι αυτό - και ας είναι καθαρή επαγγελματική δραστηριότητα.
Δεν τιμωρεί -ούτε καν αποδοκιμάζει- όμως όσους υποδύονται τους γνώστες των ιδιοτήτων προϊόντων με τα οποία τους συνδέουν μόνο τα λεφτά που πήραν για να προβάλλουν, ως…πληροφορία. Δεν τα διαφημίζουν. Τα ενσωματώσουν στη δημοσιογραφική λειτουργία και καλούν το κοινό να τα προτιμήσει με την προσωπική τους εγγύηση. Αυτό δεν είναι δεοντολογική παραβίαση;
Είναι κάτι χειρότερο: ευθεία αλλοτρίωση της δημοσιογραφικής ιδιότητας και υποταγή της στα διαφημιστικά τερτίπια παράγωγων προϊόντων που μπορεί να είναι ακόμη και επικίνδυνα. Και πάντως δεν είναι δουλειά των δημοσιογράφων να τα υποστηρίζουν αυτοπροσώπως. Αυτό είναι ντροπή για τη δημοσιογραφία Είναι το τέλος της. Το χειρότερο μήνυμα προς την κοινωνία από έναν κλάδο που έχει ως αποστολή την προστασία της από την παραπλάνηση και την εξαπάτηση…
Τι δουλειά έχει ένας δημοσιογράφος εκεί που μεταδίδει πληροφορίες, κάνει συνεντεύξεις και σχολιάζει την επικαιρότητα να πετάει ξαφνικά ότι υπάρχει και το τάδε προϊόν και όποιος το αγοράσει έκανε την τύχη του. Τι είδους ενημέρωση είναι αυτή; Αν θέλει να δανείσει τη φωνή του σε μια εταιρία, να το κάνει σε ένα διαφημιστικό σποτ της. Συνιστά παραπλάνηση να το κάνει εν είδει δημοσιογραφικής εργασίας.
Πρόκειται για δραστηριότητες που δεν αφορούν τον μέσο δημοσιογράφο που ιδροκοπάει για να κάνει τη δουλειά του όσο μπορεί καλύτερα με ψίχουλα ως αμοιβή, όταν τα παίρνει κι αυτά. Αφορούν μια κάστα επωνύμων, μεγαλοδημοσιογράφων που συμπαρασύρουν τον κλάδο ακόμη βαθύτερα στην ανυποληψία. Αυτός ο κατήφορος έχει ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις…
ΥΓ. Μια υγιής αντίδραση των καταναλωτών θα ήταν να αποφεύγουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που τους συνιστούν κατ αυτόν τον τρόπο δημοσιογράφοι. Θα προστάτευαν και τον εαυτό τους και το αγαθό της ενημέρωσης.
---
---
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου