*
Ανασυγκρότηση
***
*
του Άρη Χατζηστεφάνου
Οι εργαζόμενοι στις μεγαλύτερες βιομηχανίες της Γερμανίας ξεκινούν διαδοχικές απεργιακές κινητοποιήσεις από την Τετάρτη μέχρι την Παρασκευή, ύστερα από την κατάρρευση των συνομιλιών ανάμεσα στους εργοδότες και το συνδικάτο της IG Metall, που εκπροσωπεί 3.9 εκατομμύρια εργάτες.
Στις απεργίες συμμετέχουν οι εργάτες γερμανικών κολοσσών, όπως η Siemens, η Daimler, η Thyssenkrupp και η BMW. Ανάμεσα στα αιτήματα της IG Metal που δεν έγιναν δεκτά οδηγώντας σε κατάρρευση της διαπραγμάτευσης, ήταν η αύξηση των μισθών κατά 6% σε βάθος 12 μηνών και η επιδότηση εργαζομένων που αναγκάζονται να μειώσουν τις ώρες εργασίας λόγω μητρότητας/πατρότητας ή για άλλους σοβαρούς οικογενειακούς λόγους.
Η IG Metall, όπως και τα περισσότερα συνδικάτα που οδηγούνταν σε συνεχείς υποχωρήσεις εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, βρέθηκε αντιμέτωπη με ισχυρότατες πιέσεις από τη βάση των εργαζομένων να προκηρύξουν απεργιακές κινητοποιήσεις.
Γιατί όμως, η μοναδική χώρα της ΕΕ που απολαμβάνει εκρηκτικά πλεονάσματα απειλείται σήμερα από την μεγαλύτερη εργασιακή αναταραχή των τελευταίων 15 χρόνων;
Η υποχωρητική στάση των συνδικάτων απέναντι στην ολομέτωπη επίθεση εναντίον των Γερμανών εργαζομένων που ξεκίνησε επί καγκελαρίας Γκέρχαρντ Σρέντερ βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος. Σε μια συμφωνία, που ορισμένοι συνέκριναν με την ανταλλαγή που έκανε ο Φάουστ με το διάολο, τα συνδικάτα αποδέχθηκαν το πάγωμα ή ακόμη και τη μείωση των πραγματικών μισθών με αντάλλαγμα τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Αυτή η μισθολογική στασιμότητα έδωσε στη Γερμανία το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απέναντι στο σύνολο των χωρών της ΕΕ (αρχικά στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και στη συνέχεια και απέναντι σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία). Έχοντας παραδώσει τον έλεγχο της νομισματικής τους πολιτικής στην ΕΚΤ στην Φρανκφούρτη, οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πλέον την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών προϊόντων. Από τη στιγμή που δεν μπορούσαν να προσαρμόσουν την νομισματική ισοτιμία, η μόνη τους επιλογή ήταν η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή να ακολουθήσουν την γερμανική πολιτική μειώσεων μισθών και συντάξεων σε έναν αγώνα δρόμου με τερματισμό… στην Κίνα.
Η πολιτική της ευρωζώνης όμως, που ανέδειξε τη Γερμανία σε οικονομική αυτοκράτειρα της ΕΕ, δεν προσέφερε οφέλη στους Γερμανούς εργαζόμενους οι οποίοι αποτέλεσαν και τα πρώτα θύματά. Η Γερμανία μετατράπηκε σε μια από τις χώρες με τις μεγαλύτερες ανισότητες στην Ευρώπη καθώς το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών έφτασε στα επίπεδα του 1913. Τα 45 πλουσιότερα νοικοκυριά κατέχουν περισσότερο πλούτο από το μισό πληθυσμό της Γερμανίας. Την ίδια στιγμή το 40% του πληθυσμού κερδίζει λιγότερα από όσα έβγαζε πριν από 20 χρόνια και περίπου 3.2 εκατομμύρια εργαζόμενοι χρειάζονται και δεύτερη δουλειά για να επιβιώσουν.
Το πρόβλημα είναι ότι στη νέα σύγκρουση που διαφαίνεται στον ορίζοντα μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, οι πρώτοι εκπροσωπούνται από τα ίδια συνδικάτα που συνυπέγραψαν την οικονομική τους καταδίκη πριν από δύο δεκαετίες.
*
Οι εργαζόμενοι στις μεγαλύτερες βιομηχανίες της Γερμανίας ξεκινούν διαδοχικές απεργιακές κινητοποιήσεις από την Τετάρτη μέχρι την Παρασκευή, ύστερα από την κατάρρευση των συνομιλιών ανάμεσα στους εργοδότες και το συνδικάτο της IG Metall, που εκπροσωπεί 3.9 εκατομμύρια εργάτες.
Στις απεργίες συμμετέχουν οι εργάτες γερμανικών κολοσσών, όπως η Siemens, η Daimler, η Thyssenkrupp και η BMW. Ανάμεσα στα αιτήματα της IG Metal που δεν έγιναν δεκτά οδηγώντας σε κατάρρευση της διαπραγμάτευσης, ήταν η αύξηση των μισθών κατά 6% σε βάθος 12 μηνών και η επιδότηση εργαζομένων που αναγκάζονται να μειώσουν τις ώρες εργασίας λόγω μητρότητας/πατρότητας ή για άλλους σοβαρούς οικογενειακούς λόγους.
Η IG Metall, όπως και τα περισσότερα συνδικάτα που οδηγούνταν σε συνεχείς υποχωρήσεις εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες, βρέθηκε αντιμέτωπη με ισχυρότατες πιέσεις από τη βάση των εργαζομένων να προκηρύξουν απεργιακές κινητοποιήσεις.
Γιατί όμως, η μοναδική χώρα της ΕΕ που απολαμβάνει εκρηκτικά πλεονάσματα απειλείται σήμερα από την μεγαλύτερη εργασιακή αναταραχή των τελευταίων 15 χρόνων;
Η υποχωρητική στάση των συνδικάτων απέναντι στην ολομέτωπη επίθεση εναντίον των Γερμανών εργαζομένων που ξεκίνησε επί καγκελαρίας Γκέρχαρντ Σρέντερ βρίσκεται στην καρδιά του προβλήματος. Σε μια συμφωνία, που ορισμένοι συνέκριναν με την ανταλλαγή που έκανε ο Φάουστ με το διάολο, τα συνδικάτα αποδέχθηκαν το πάγωμα ή ακόμη και τη μείωση των πραγματικών μισθών με αντάλλαγμα τη διατήρηση των θέσεων εργασίας.
Αυτή η μισθολογική στασιμότητα έδωσε στη Γερμανία το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα απέναντι στο σύνολο των χωρών της ΕΕ (αρχικά στην ευρωπαϊκή περιφέρεια και στη συνέχεια και απέναντι σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία). Έχοντας παραδώσει τον έλεγχο της νομισματικής τους πολιτικής στην ΕΚΤ στην Φρανκφούρτη, οι υπόλοιπες χώρες της ΕΕ δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν πλέον την ανταγωνιστικότητα των γερμανικών προϊόντων. Από τη στιγμή που δεν μπορούσαν να προσαρμόσουν την νομισματική ισοτιμία, η μόνη τους επιλογή ήταν η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση, δηλαδή να ακολουθήσουν την γερμανική πολιτική μειώσεων μισθών και συντάξεων σε έναν αγώνα δρόμου με τερματισμό… στην Κίνα.
Η πολιτική της ευρωζώνης όμως, που ανέδειξε τη Γερμανία σε οικονομική αυτοκράτειρα της ΕΕ, δεν προσέφερε οφέλη στους Γερμανούς εργαζόμενους οι οποίοι αποτέλεσαν και τα πρώτα θύματά. Η Γερμανία μετατράπηκε σε μια από τις χώρες με τις μεγαλύτερες ανισότητες στην Ευρώπη καθώς το χάσμα μεταξύ πλουσίων και φτωχών έφτασε στα επίπεδα του 1913. Τα 45 πλουσιότερα νοικοκυριά κατέχουν περισσότερο πλούτο από το μισό πληθυσμό της Γερμανίας. Την ίδια στιγμή το 40% του πληθυσμού κερδίζει λιγότερα από όσα έβγαζε πριν από 20 χρόνια και περίπου 3.2 εκατομμύρια εργαζόμενοι χρειάζονται και δεύτερη δουλειά για να επιβιώσουν.
Το πρόβλημα είναι ότι στη νέα σύγκρουση που διαφαίνεται στον ορίζοντα μεταξύ εργαζομένων και εργοδοτών, οι πρώτοι εκπροσωπούνται από τα ίδια συνδικάτα που συνυπέγραψαν την οικονομική τους καταδίκη πριν από δύο δεκαετίες.
---
---
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου