*
Αποχαιρετισμός με τη βούρτσα!
Φυσικά στην εποχή της λινοτυπίας, στην εποχή, των τυπογραφικών παγετώνων, τα πράγματα κυλούσαν με ακόμα πιο σύνθετο χελωνοδρομικό τρόπο. Τα κείμενα έβγαιναν αράδα αράδα από τις λινοτυπικές μηχανές (είπαμε: σε ένα βαρύ, χυτό, κράμα μολύβδου με άλλα υλικά – αντιμόνιο κ.λπ.) και μετά από τις απαραίτητες διορθώσεις, γίνονταν σελίδες, κάθε μία από τις οποίες ποιος ξέρει πόσα κιλά ζύγιζε. Το σίγουρο είναι ότι η μεταφορά τους γινόταν με τα χέρια από δύο χειροδύναμους πιεστές ή μαρμαράδες (τυπογράφους που δούλευαν στο μάρμαρο, δηλαδή στα τραπέζια τής σελιδοποίησης με τις μεγάλες επιμήκεις μαρμάρινες πλάκες), τοποθετούνταν σε ειδικά καρότσια με επίπεδη επιφάνεια και μεταφέρονταν στο πιεστήριο για τα περαιτέρω που ήταν πολλά –και ας μην προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τόσο σύνθετες διεργασίες.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Το ξέρω, το κείμενο δεν διαβάζεται εύκολα από μη ειδικούς (και μη ενδιαφερόμενους) περί τα εκδοτικά αναγνώστες. Ας μας συμπαθούν, αλλά προορίζεται κυρίως για τον κλάδο των «εφημεριδάδων».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2: Το κομμάτι αυτό αφιερώνεται στη δημοσιογραφική και τυπογραφική μνήμη και σε δυο ανθρώπους, ενεργούς γραφίστες, με τους οποίους σχεδιάσαμε μαζί (εγώ πλάι τους στην οθόνη των Μάκιντος για το δημοσιογραφικό μέρος), τόσα πρωτοσέλιδα που θα γέμιζαν πολλές βιβλιοθήκες. Είναι ο Γιώργος Σ. (κυρίως) και ο Γιώργος Μ. Επρόκειτο για φτιαγμένες με μεράκι σελίδες, πολλές από τις οποίες ήταν υψηλής γραφιστικής αισθητικής.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3: Ακόμα, τούτο το κείμενο αφιερώνεται σε όλους τους στενούς συνεργάτες μιας πολύχρονης πορείας χωρίς σταματημό, με τους οποίους συναντηθήκαμε πάνω από τα τυπογραφικά μάρμαρα και μπροστά στις οθόνες των ατελιέ. Φυσικά αφιερώνεται και στους συναδέλφους των γραφείων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 4: Και επειδή οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν όσο υπάρχουν στη μνήμη μας, το κείμενο αφιερώνεται στον Τάσο και στον Βασίλη, αξέχαστους μαρμαράδες, με τους οποίους μια ιστορική εφημερίδα μας ένωσε, εκεί στην Ανθίμου Γαζή. Εκείνοι φτασμένοι επαγγελματίες, εγώ πιτσιρίκος που, από την πολύ πρώιμη εφηβεία ακόμα, μπουσουλούσε στον χαλικόδρομο του επαγγέλματος, μαθαίνοντας από σπουδαίους δασκάλους της πέννας και της τυπογραφίας. Ανάμεσά τους ο Τάσος και ο Βασίλης που από χρόνια δεν είναι κοντά μας. Τέλος, αφιερώνεται στη μνήμη ενός από τους πιο αγαπημένους φίλους και συναδέλφους, δάσκαλο της δημοσιογραφίας και άριστο γνώστη των τυπογραφικών τεχνικών: στον για πάντα αξέχαστο Νίκο Τσαπίδη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 5: Ας είναι ο χρόνος που έρχεται καλύτερος από τους προηγούμενους. Ακούγεται ουτοπικό, αλλά μπορεί και να μην είναι. Καλή Χρονιά, φίλοι.
Διον. Βραϊμάκης
(*) ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ/ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ
Τις φωτογραφίες που εικονογραφούν το θέμα πήραμε από ρεπορτάζ του popaganda.gr για την «Εστία». Στην πρώτη εικονίζεται τυπογράφος-μαρμαράς επί το έργον και στη δεύτερη ο Άδωνις Κύρου, πρώην διευθυντής της εφημερίδας, γιος του Κύρου Κύρου και εγγονός του Αδώνιδος Κύρου, ιδρυτή της «Εστίας» στο μακρινό 1898. Ο Άδωνις, που διαδέχτηκε τον πατέρα του, εικονίζεται στο παλιό κυλινδρικό πιεστήριο της εφημερίδας, το οποίο είχε μια ιδιομορφία: τύπωνε την εφημερίδα ανάποδα, δηλαδή η «ράχη» της (ας την πούμε έτσι, γιατί «ράχη» υπάρχει μόνο σε κάποια περιοδικά) ήταν δεξιά και όχι αριστερά όπως σε όλα τα άλλα έντυπα. Δηλαδή, αν την κρατούσες όπως θα κρατούσες σήμερα μια «κανονική» εφημερίδα, η πρώτη της σελίδα θα ήταν τελευταία! Με την εξέλιξη της τυπογραφίας το πιεστήριο έπεσε σε αναγκαστική αχρησία. Βέβαια, η «Εστία» διατηρούσε τις λινοτυπικές μηχανές της και θα μπορούσε να εκδίδεται με την παλιά παραδοσιακή τεχνολογία –όπως έκανε για πολλά χρόνια μετά τον εκσυγχρονισμό των άλλων εντύπων –, αλλά από ένα σημείο και μετά δεν υπήρχαν τα υλικά που χρειάζονταν για τη λειτουργία του παλιού πιεστηρίου. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε πλέον παραγωγή σε χοντρό ειδικό χαρτόνι («μήτρες» λέγονταν) πάνω στο οποίο με ειδική πρέσα αποτυπώνονταν ανάγλυφα οι μεταλλικές σελίδες που έφταναν από το τυπογραφείο και πήγαιναν στο χυτήριο για να γίνει η σελίδα κυλινδρική και να φορτωθεί κατόπιν στο πιεστήριο. Ο Άδωνις Κ. Κύρου υπήρξε ο τελευταίος διευθυντής της εφημερίδας από την οικογένεια Κύρου (έως το 1997). Σήμερα ο «Εστία» ανήκει στις εκδόσεις Φιλιππάκη και διευθυντής της είναι ο Μανώλης Κοττάκης (δείτε εδώ).
Ανασυγκρότηση
***
*
Οι σελίδες των εφημερίδων και των περιοδικών διακτινίζονται πλέον με ένα πάτημα κουμπιού στο Μάκιντος ή στο ΠιΣι και φτάνουν σε απειροελάχιστο χρόνο από το ατελιέ στο πιεστήριο. Οι άθλοι της τεχνολογίας στην τυπογραφία είναι συναρπαστικοί και η πρόοδος αλματώδης. Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που οι σελίδες συνθέτονταν με φιλμ, κομμάτι-κομμάτι, πάνω στο τραπέζι του μοντάζ με τη γυάλινη επιφάνεια και με τον φωτισμό από κάτω για να ελέγχει ο μοντέρ (ή η ωραία μοντέζ!) τι, πώς και πού κολλάει τα κείμενα. Το έκανε κρατώντας τον μεγεθυντικό φακό στο μάτι, ώστε να τσεκάρει την ακρίβεια της σύνθεσης και τις σύμπτωσης των τεσσάρων φιλμ στις τετραχρωμίες.
Και είναι ακόμα λιγότερος ο καιρός που πέρασε από τότε που οι σελίδες σχεδιάζονταν και ολοκληρώνονταν μεν στις οθόνες των κομπιούτερ, όπως σήμερα, αλλά και πάλι χρειαζόταν αρκετός χρόνος να παραμείνουν στο αυτόματο εμφανιστήριο του ατελιέ για να βγουν σε ενιαίο φιλμ σελίδας. (Αν μάλιστα η σελίδα ήταν «βαριά», τετράχρωμη με φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης και, κυρίως, αν είχε πολλά «ξεγυριστά», δηλαδή εικόνες προσώπων, σωμάτων ή πραγμάτων που είχαν αποκοπεί –σαν ψαλιδισμένες, για να το κάνουμε κατανοητό– από το σύνολο που απεικόνιζε μια φωτογραφία, τότε η εμφάνιση της σελίδας αργούσε ακόμα περισσότερο και η αγωνία για τους χρόνους εκτύπωσης κορυφωνόταν).΄
*
Η τελευταία σελίδα του χρόνου...
Μαρμαράς στο τυπογραφείο |
ΕΝΑ ΕΘΙΜΟ ΤΩΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΩΝ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΚΛΕΙΨΕΙ – ΕΝΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΣ ΣΕ ΠΟΛΛΟΥΣ ΚΑΙ ΠΟΛΛΕΣ, ΣΕ ΑΞΕΧΑΣΤΟΥΣ ΚΑΙ ΣΕ ΠΑΡΟΝΤΕΣ – ΕΝΑ «ΑΝΑΠΟΔΟ» ΠΙΕΣΤΗΡΙΟ
Οι σελίδες των εφημερίδων και των περιοδικών διακτινίζονται πλέον με ένα πάτημα κουμπιού στο Μάκιντος ή στο ΠιΣι και φτάνουν σε απειροελάχιστο χρόνο από το ατελιέ στο πιεστήριο. Οι άθλοι της τεχνολογίας στην τυπογραφία είναι συναρπαστικοί και η πρόοδος αλματώδης. Δεν πάνε πολλά χρόνια από τότε που οι σελίδες συνθέτονταν με φιλμ, κομμάτι-κομμάτι, πάνω στο τραπέζι του μοντάζ με τη γυάλινη επιφάνεια και με τον φωτισμό από κάτω για να ελέγχει ο μοντέρ (ή η ωραία μοντέζ!) τι, πώς και πού κολλάει τα κείμενα. Το έκανε κρατώντας τον μεγεθυντικό φακό στο μάτι, ώστε να τσεκάρει την ακρίβεια της σύνθεσης και τις σύμπτωσης των τεσσάρων φιλμ στις τετραχρωμίες.
Και είναι ακόμα λιγότερος ο καιρός που πέρασε από τότε που οι σελίδες σχεδιάζονταν και ολοκληρώνονταν μεν στις οθόνες των κομπιούτερ, όπως σήμερα, αλλά και πάλι χρειαζόταν αρκετός χρόνος να παραμείνουν στο αυτόματο εμφανιστήριο του ατελιέ για να βγουν σε ενιαίο φιλμ σελίδας. (Αν μάλιστα η σελίδα ήταν «βαριά», τετράχρωμη με φωτογραφίες υψηλής ανάλυσης και, κυρίως, αν είχε πολλά «ξεγυριστά», δηλαδή εικόνες προσώπων, σωμάτων ή πραγμάτων που είχαν αποκοπεί –σαν ψαλιδισμένες, για να το κάνουμε κατανοητό– από το σύνολο που απεικόνιζε μια φωτογραφία, τότε η εμφάνιση της σελίδας αργούσε ακόμα περισσότερο και η αγωνία για τους χρόνους εκτύπωσης κορυφωνόταν).΄
Ο Άδωνις Κύρου |
Τόσο με την μονταζιέρα όσο και με τον σχεδιασμό στην οθόνη, η τεχνολογία ήταν εξαιρετικά προχωρημένη –θεαματικά εξελιγμένη– σε σχέση με την εποχή της λινοτυπίας η οποία κυριαρχούσε με τις μεταλλικές (για την ακρίβεια: από μόλυβδο) σελίδες της. Όμως και στις δύο περιπτώσεις, τα φιλμ των σελίδων έπρεπε να μεταφερθούν στο πιεστήριο, εκεί να μεταγραφούν σε φωτοευπαθή τσίγκο και να φορτωθούν στους κυλίνδρους του πιεστηρίου. Η μεταφορά γινόταν (αν το πιεστήριο δεν βρισκόταν στο ίδιο κτίριο με το ατελιέ, όπως, λόγου χάρη, συμβαίνει στο Φως των Σπορ) με αυτοκίνητο ή, κυρίως, με μηχανάκια-καμικάζι. Και όλα έπρεπε να γίνουν σε χρόνο-βολίδα επειδή, «γρήγορα παιδιά, τα φορτηγά (σημ.: του πρακτορείου διανομής) έχουν έρθει και περιμένουν».
Αποχαιρετισμός με τη βούρτσα!
Φυσικά στην εποχή της λινοτυπίας, στην εποχή, των τυπογραφικών παγετώνων, τα πράγματα κυλούσαν με ακόμα πιο σύνθετο χελωνοδρομικό τρόπο. Τα κείμενα έβγαιναν αράδα αράδα από τις λινοτυπικές μηχανές (είπαμε: σε ένα βαρύ, χυτό, κράμα μολύβδου με άλλα υλικά – αντιμόνιο κ.λπ.) και μετά από τις απαραίτητες διορθώσεις, γίνονταν σελίδες, κάθε μία από τις οποίες ποιος ξέρει πόσα κιλά ζύγιζε. Το σίγουρο είναι ότι η μεταφορά τους γινόταν με τα χέρια από δύο χειροδύναμους πιεστές ή μαρμαράδες (τυπογράφους που δούλευαν στο μάρμαρο, δηλαδή στα τραπέζια τής σελιδοποίησης με τις μεγάλες επιμήκεις μαρμάρινες πλάκες), τοποθετούνταν σε ειδικά καρότσια με επίπεδη επιφάνεια και μεταφέρονταν στο πιεστήριο για τα περαιτέρω που ήταν πολλά –και ας μην προσπαθήσουμε να εξηγήσουμε τόσο σύνθετες διεργασίες.
Κάθε χρόνο επιδαψιλεύονταν ιδιότυπες τιμές στη χρονικά τελευταία σελίδα τού έτους, πριν από τη διακοπή για την Πρωτοχρονιά, σαν σήμερα δηλαδή. Ποιες οι τιμές; Απλές, απέριττες, αλλά θορυβώδεις. Τη στιγμή που οι δύο μεταφορείς σήκωναν την τελευταία σελίδα του χρόνου που έφευγε και τη μετακινούσαν αργά για το πιεστήριο, κάποιοι τεχνικοί βρόνταγαν στο μάρμαρο τις μεγάλες ξύλινες βούρτσες με τις μακριές χειρολαβές, που χρησίμευαν σε όλη τη διάρκεια της βάρδιας για να βγουν οι διορθώσεις –κείμενα δηλαδή σε βρεγμένο χαρτί που απλωνόταν στις μελανωμένες μεταλλικές στήλες και με τα κτυπήματα της βούρτσας αποτυπώνονταν πάνω του, για να πάνε κατόπιν στον διορθωτή. Φυσικά το έθιμο του σαματατζίδικου αποχαιρετισμού τής τελευταίας σελίδας έχει εκλείψει από δεκαετίες. Τι να αποχαιρετήσει σήμερα ο Αργύρης, και οποιοσδήποτε Αργύρης κάθε εφημερίδας; Και να ήθελε, πώς να αποχαιρετήσει τη σελίδα; Τρέχει τόσο πολύ, τόσο ασύλληπτα μόλις πατήσει το έντερ. Άπιαστη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 1: Το ξέρω, το κείμενο δεν διαβάζεται εύκολα από μη ειδικούς (και μη ενδιαφερόμενους) περί τα εκδοτικά αναγνώστες. Ας μας συμπαθούν, αλλά προορίζεται κυρίως για τον κλάδο των «εφημεριδάδων».
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 2: Το κομμάτι αυτό αφιερώνεται στη δημοσιογραφική και τυπογραφική μνήμη και σε δυο ανθρώπους, ενεργούς γραφίστες, με τους οποίους σχεδιάσαμε μαζί (εγώ πλάι τους στην οθόνη των Μάκιντος για το δημοσιογραφικό μέρος), τόσα πρωτοσέλιδα που θα γέμιζαν πολλές βιβλιοθήκες. Είναι ο Γιώργος Σ. (κυρίως) και ο Γιώργος Μ. Επρόκειτο για φτιαγμένες με μεράκι σελίδες, πολλές από τις οποίες ήταν υψηλής γραφιστικής αισθητικής.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 3: Ακόμα, τούτο το κείμενο αφιερώνεται σε όλους τους στενούς συνεργάτες μιας πολύχρονης πορείας χωρίς σταματημό, με τους οποίους συναντηθήκαμε πάνω από τα τυπογραφικά μάρμαρα και μπροστά στις οθόνες των ατελιέ. Φυσικά αφιερώνεται και στους συναδέλφους των γραφείων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 4: Και επειδή οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν όσο υπάρχουν στη μνήμη μας, το κείμενο αφιερώνεται στον Τάσο και στον Βασίλη, αξέχαστους μαρμαράδες, με τους οποίους μια ιστορική εφημερίδα μας ένωσε, εκεί στην Ανθίμου Γαζή. Εκείνοι φτασμένοι επαγγελματίες, εγώ πιτσιρίκος που, από την πολύ πρώιμη εφηβεία ακόμα, μπουσουλούσε στον χαλικόδρομο του επαγγέλματος, μαθαίνοντας από σπουδαίους δασκάλους της πέννας και της τυπογραφίας. Ανάμεσά τους ο Τάσος και ο Βασίλης που από χρόνια δεν είναι κοντά μας. Τέλος, αφιερώνεται στη μνήμη ενός από τους πιο αγαπημένους φίλους και συναδέλφους, δάσκαλο της δημοσιογραφίας και άριστο γνώστη των τυπογραφικών τεχνικών: στον για πάντα αξέχαστο Νίκο Τσαπίδη.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ 5: Ας είναι ο χρόνος που έρχεται καλύτερος από τους προηγούμενους. Ακούγεται ουτοπικό, αλλά μπορεί και να μην είναι. Καλή Χρονιά, φίλοι.
Διον. Βραϊμάκης
(*) ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ/ΔΙΕΥΚΡΙΝΗΣΕΙΣ
Τις φωτογραφίες που εικονογραφούν το θέμα πήραμε από ρεπορτάζ του popaganda.gr για την «Εστία». Στην πρώτη εικονίζεται τυπογράφος-μαρμαράς επί το έργον και στη δεύτερη ο Άδωνις Κύρου, πρώην διευθυντής της εφημερίδας, γιος του Κύρου Κύρου και εγγονός του Αδώνιδος Κύρου, ιδρυτή της «Εστίας» στο μακρινό 1898. Ο Άδωνις, που διαδέχτηκε τον πατέρα του, εικονίζεται στο παλιό κυλινδρικό πιεστήριο της εφημερίδας, το οποίο είχε μια ιδιομορφία: τύπωνε την εφημερίδα ανάποδα, δηλαδή η «ράχη» της (ας την πούμε έτσι, γιατί «ράχη» υπάρχει μόνο σε κάποια περιοδικά) ήταν δεξιά και όχι αριστερά όπως σε όλα τα άλλα έντυπα. Δηλαδή, αν την κρατούσες όπως θα κρατούσες σήμερα μια «κανονική» εφημερίδα, η πρώτη της σελίδα θα ήταν τελευταία! Με την εξέλιξη της τυπογραφίας το πιεστήριο έπεσε σε αναγκαστική αχρησία. Βέβαια, η «Εστία» διατηρούσε τις λινοτυπικές μηχανές της και θα μπορούσε να εκδίδεται με την παλιά παραδοσιακή τεχνολογία –όπως έκανε για πολλά χρόνια μετά τον εκσυγχρονισμό των άλλων εντύπων –, αλλά από ένα σημείο και μετά δεν υπήρχαν τα υλικά που χρειάζονταν για τη λειτουργία του παλιού πιεστηρίου. Για παράδειγμα, δεν υπήρχε πλέον παραγωγή σε χοντρό ειδικό χαρτόνι («μήτρες» λέγονταν) πάνω στο οποίο με ειδική πρέσα αποτυπώνονταν ανάγλυφα οι μεταλλικές σελίδες που έφταναν από το τυπογραφείο και πήγαιναν στο χυτήριο για να γίνει η σελίδα κυλινδρική και να φορτωθεί κατόπιν στο πιεστήριο. Ο Άδωνις Κ. Κύρου υπήρξε ο τελευταίος διευθυντής της εφημερίδας από την οικογένεια Κύρου (έως το 1997). Σήμερα ο «Εστία» ανήκει στις εκδόσεις Φιλιππάκη και διευθυντής της είναι ο Μανώλης Κοττάκης (δείτε εδώ).
---
---
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου