*
Γράφει ο zooρλός
«Toν βλέπεις αυτόν εκεί; Είναι ο άνθρωπος που έριξε τον Ανδρέα!» Με συνωμοτικό ύφος ο Ηλίας, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας στον Φάρο της Σίφνου, έδειχνε με το βλέμμα του έναν λιπόσαρκο ηλικιωμένο με μεγάλα μυωπικά γυαλιά. Όταν είδε το απορημένο μου ύφος συμπλήρωσε: «Ο Κίτσος ντε, της Ελευθεροτυπίας!..»
Καθόταν μόνος στο πιο απόμακρο τραπέζι της παρακμιακής ταβέρνας με τα ενοικιαζόμενα..
δωμάτια. Σε ένα αλλο τραπεζάκι δίπλα στο πεζούλι καθόταν σταυροπόδι ένα νεαρό κορίτσι που διάβαζε Ιονέσκο. Λίγο πιο κάτω, στην μικρή παραλία, μια παρέα νεαρών θορυβούσε πίνοντας μπύρες δίπλα στη θάλασσα. Στο απόσκιο της μικρής αυλής ο παιδαγωγός που άκουγε στο όνομα Αλεξανδρινός διάβαζε παραμύθια σε ένα μωρό.Την ησυχία έσπασε μια μάγκικη γυναικεία φωνή που δεν πρόφερε καλά το ρο ή ετσι μου φάνηκε:
- Ρε μ@λάκ@ Ηλία φέρε μας καμιά μπύρα. Και νάναι παγωμένες!.. Φέρτες στην παραλία.
- Εγινε!.. Θέλεις να σας φέρω τίποτε άλλο, Μάνια;
- Οχι μόνο μπύρες...Φέρνε κάθε μισή ώρα!
Λίγη ώρα αργότερα ο Ηλίας το γκαρσόνι-ιδιοκτήτης φώναξε τον μικρόσωμο ηλικιωμένο να πάει στο τηλέφωνο που βρισκόταν στο βάθος της ταβέρνας. Τότε δεν υπήρχαν ακόμη κινητά και εαν υπήρχαν στον Φάρο της Σίφνου ήταν άγνωστα.
Ο διάλογος που ακολούθησε έδωσε το στίγμα:
- Ελα Σεραφείμ. Τι γίνεται; Τι να βάλεις στην πρώτη σελίδα; Ναι, βάλε αυτον τον τσιγγάνο τον Μαρσελίνο. Ναι, τον Μαραντόνα της Αγίας Βαρβάρας. Πουλάει το θέμα. Και μην με ξαναπάρεις σήμερα. Θα πάω για μπάνιο. Αύριο το απόγευμα πάλι...
Μόλις έπεσε το φως του ήλιου ο λιπόσαρκος ηλικιωμένος παρήγγειλε ουίσκι -είχε και απο αυτό η ταβέρνα- και ζήτησε από τον Ηλία να του βρει ψάρια για την επομένη. «Φρέσκα νάναι. Μικρά μεγάλα δεν με νοιάζει. Μόνο φρέσκα νάναι»... Λίγο αργότερα αποσύρθηκε στο ταπεινό ενοικιαζόμενο πάνω από την ταβέρνα.
Αυτό το οικογενειακό σκηνικό επαναλήφθηκε για άλλες οκτώ ημέρες, όσες ήταν και οι διακοπές μου εκείνο το καλοκαίρι του 1990: μπύρες, πολλές μπύρες, στην παραλία, διάβασμα θεατρικών βιβλίων στο πεζούλι της ταβέρνας, ουίσκι το απόβραδο και καθημερινή ολιγόλεπτη συνομιλία με τον Σεραφείμ για το πρωτοσέλιδο. Α, και βόλτες με πανάκριβα αυτοκίνητα και μηχανές -ειδική παραγγελία- για την Μάνια και την τρελή παρέα της...
ΥΓ1 Οτι κάποιος σημαντικός είχε φτάσει στον Φάρο το είχα υποψιαστεί όταν με ξύπνησε ο δαιμονισμένος θόρυβος ενός ελικοπτέρου που προσγειώθηκε στο χωράφι πίσω από τα ενοικιαζόμενα. Ηταν το ίδιο που έφυγε λίγες ημέρες αργότερα παίρνοντας μαζί του τον Κίτσο στην Αθήνα.
ΥΓ2 Την τελευταία ημέρα κι ενώ δοκίμαζα την σπεσιαλιτέ της ταβέρνας -τηγανητές γόπες- είδα να κοντοστέκεται ένα ζευγάρι με τουριστικά σακίδια και να ρωτάει το γκαρσόνι «που μένει η Μάνια και ο Κίτσος Τεγόπουλος». Ηταν ένας από τους αρθρογράφους -σήμα κατατεθέν- της Ελευθεροτυπίας. Συνοδευόταν από μια κοπέλα, δημοσιογράφος κι αυτή, γνωστή για την συνδικαλιστική της δράση.
ΥΓ3 Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα είναι πέρα για πέρα αληθινή.
Ανασυγκρότηση
***
*
*
Όταν τα ελικόπτερα
προσγειώνονταν στον Φάρο της Σίφνου
Ο Φυντανίδης και οι διακοπές του Κίτσου,
της Μάνιας και των άλλων της οικογένειας
Γράφει ο zooρλός
«Toν βλέπεις αυτόν εκεί; Είναι ο άνθρωπος που έριξε τον Ανδρέα!» Με συνωμοτικό ύφος ο Ηλίας, ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας στον Φάρο της Σίφνου, έδειχνε με το βλέμμα του έναν λιπόσαρκο ηλικιωμένο με μεγάλα μυωπικά γυαλιά. Όταν είδε το απορημένο μου ύφος συμπλήρωσε: «Ο Κίτσος ντε, της Ελευθεροτυπίας!..»
Καθόταν μόνος στο πιο απόμακρο τραπέζι της παρακμιακής ταβέρνας με τα ενοικιαζόμενα..
δωμάτια. Σε ένα αλλο τραπεζάκι δίπλα στο πεζούλι καθόταν σταυροπόδι ένα νεαρό κορίτσι που διάβαζε Ιονέσκο. Λίγο πιο κάτω, στην μικρή παραλία, μια παρέα νεαρών θορυβούσε πίνοντας μπύρες δίπλα στη θάλασσα. Στο απόσκιο της μικρής αυλής ο παιδαγωγός που άκουγε στο όνομα Αλεξανδρινός διάβαζε παραμύθια σε ένα μωρό.Την ησυχία έσπασε μια μάγκικη γυναικεία φωνή που δεν πρόφερε καλά το ρο ή ετσι μου φάνηκε:
- Ρε μ@λάκ@ Ηλία φέρε μας καμιά μπύρα. Και νάναι παγωμένες!.. Φέρτες στην παραλία.
- Εγινε!.. Θέλεις να σας φέρω τίποτε άλλο, Μάνια;
- Οχι μόνο μπύρες...Φέρνε κάθε μισή ώρα!
Λίγη ώρα αργότερα ο Ηλίας το γκαρσόνι-ιδιοκτήτης φώναξε τον μικρόσωμο ηλικιωμένο να πάει στο τηλέφωνο που βρισκόταν στο βάθος της ταβέρνας. Τότε δεν υπήρχαν ακόμη κινητά και εαν υπήρχαν στον Φάρο της Σίφνου ήταν άγνωστα.
Ο διάλογος που ακολούθησε έδωσε το στίγμα:
- Ελα Σεραφείμ. Τι γίνεται; Τι να βάλεις στην πρώτη σελίδα; Ναι, βάλε αυτον τον τσιγγάνο τον Μαρσελίνο. Ναι, τον Μαραντόνα της Αγίας Βαρβάρας. Πουλάει το θέμα. Και μην με ξαναπάρεις σήμερα. Θα πάω για μπάνιο. Αύριο το απόγευμα πάλι...
Μόλις έπεσε το φως του ήλιου ο λιπόσαρκος ηλικιωμένος παρήγγειλε ουίσκι -είχε και απο αυτό η ταβέρνα- και ζήτησε από τον Ηλία να του βρει ψάρια για την επομένη. «Φρέσκα νάναι. Μικρά μεγάλα δεν με νοιάζει. Μόνο φρέσκα νάναι»... Λίγο αργότερα αποσύρθηκε στο ταπεινό ενοικιαζόμενο πάνω από την ταβέρνα.
Αυτό το οικογενειακό σκηνικό επαναλήφθηκε για άλλες οκτώ ημέρες, όσες ήταν και οι διακοπές μου εκείνο το καλοκαίρι του 1990: μπύρες, πολλές μπύρες, στην παραλία, διάβασμα θεατρικών βιβλίων στο πεζούλι της ταβέρνας, ουίσκι το απόβραδο και καθημερινή ολιγόλεπτη συνομιλία με τον Σεραφείμ για το πρωτοσέλιδο. Α, και βόλτες με πανάκριβα αυτοκίνητα και μηχανές -ειδική παραγγελία- για την Μάνια και την τρελή παρέα της...
ΥΓ1 Οτι κάποιος σημαντικός είχε φτάσει στον Φάρο το είχα υποψιαστεί όταν με ξύπνησε ο δαιμονισμένος θόρυβος ενός ελικοπτέρου που προσγειώθηκε στο χωράφι πίσω από τα ενοικιαζόμενα. Ηταν το ίδιο που έφυγε λίγες ημέρες αργότερα παίρνοντας μαζί του τον Κίτσο στην Αθήνα.
ΥΓ2 Την τελευταία ημέρα κι ενώ δοκίμαζα την σπεσιαλιτέ της ταβέρνας -τηγανητές γόπες- είδα να κοντοστέκεται ένα ζευγάρι με τουριστικά σακίδια και να ρωτάει το γκαρσόνι «που μένει η Μάνια και ο Κίτσος Τεγόπουλος». Ηταν ένας από τους αρθρογράφους -σήμα κατατεθέν- της Ελευθεροτυπίας. Συνοδευόταν από μια κοπέλα, δημοσιογράφος κι αυτή, γνωστή για την συνδικαλιστική της δράση.
ΥΓ3 Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και πράγματα είναι πέρα για πέρα αληθινή.
---
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου