*
Ανασυγκρότηση
***
*
*** ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΠΑΙΡΝΕΙΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΑΚΟΜΑ ΚΑΙ ΑΝ ΣΟΥ ΤΗΝ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΔΩΡΕΑΝ, ΣΤΟ ΦΑΝΑΡΙ, Ο ΙΔΙΟΣ Ο ΚΥΡΤΣΟΣ
του Διονύση Βραϊμάκη
Ένα είδος κοινωνικού τσιμπουριού που έχει εξαφανιστεί από την πανίδα των λαθροβίων, είναι ο λαθραναγνώστης εφημερίδων. Ενδημούσε τις δεκαετίες τής διαρκούς πενίας που δεν την ξέραμε –ούτε μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι ήταν κάτι ξεχωριστό αυτό που ζούσαμε το '60 ή το '70 γιατί δεν αποτελούσε περιοδική κρίση, αποτελούσε κατάσταση, πάγια και ανυποχώρητη. Δεν το καταλαβαίναμε από την πολλή εξοικείωση με την αβίαστη λιτότητα, καθώς είχαμε γεννηθεί με ισχυρά γονίδια φτώχειας που ταξίδευαν αταβιστικά στον χρόνο, ενθρονισμένα στις γενιές –όπως ταξίδευε και η χώρα δηλαδή.
Το είδος «λαθραναγνώστης» ήταν ιογενές αλλά μαρτυρούσε την υγεία τού Τύπου! Τότε οι εφημερίδες είχαν αίμα στις φλέβες και οι αρτηρίες τους δεν ήταν στεγνές σαν ξεροπόταμοι το καλοκαίρι. Τις εποχές εκείνες, που η κυκλοφορία τους δεν μετριόταν με χιλιάδες, αλλά με εκατοντάδες χιλιάδες φύλλα καθημερινά, η λαθρανάγνωση ήταν το αγαπημένο σπορ του σφιχτοχέρη.
Κυριότερο πεδίο δράσης τού λαθραναγνώστη ήταν τα μανταλάκια των περιπτέρων. Σχεδόν κρεμιόταν και αυτός μαζί με τις εφημερίδες διαβάζοντας βουλιμικά όρθιος όλα τα πρωτοσέλιδα που τότε είχαν μεγάλο σχήμα και πολύ κείμενο στην πρώτη σελίδα. Ο θρασύς λαθραναγνώστης –ένας σαλταδόρος της ενημέρωσης– έχωνε το κεφάλι του ακόμα και στις εσωτερικές σελίδες των κρεμασμένων εφημερίδων για να αρπάξει ό,τι προλάβει, ώσπου ο περιπτεράς να του χτυπήσει από μέσα το τζάμι για να τον επαναφέρει σε τάξη: «Ε, κύριος, μην τη φας κιόλας».
Δεύτερο πεδίο λαθραναγνωστικής δράσης ήταν τον λεωφορείο. Ξεφύλλιζες την εφημερίδα και στην αρχή ένιωθες το λοξό βλέμμα του πλαϊνού να ρουφάει μελανωμένες αράδες, μετά αισθανόσουν έναν ώμο να μπαίνει στην επικράτειά σου και καθώς ο ακτιβιστής της ανάγνωσης έγερνε σταδιακά προς το μέρος σου, έβρισκες δύο αυθάδη φρύδια να περιφέρονται πάνω από τα κείμενα της σελίδας και ένα κεφάλι να σου περιορίζει το οπτικό πεδίο.
Οι περιπτεράδες είχαν τα τυχερά τού επαγγέλματος: ήταν οι μόνοι που ανέξοδα μπορούσαν να διαβάζουν όλον τον Τύπο, δεξιό, κεντρώο, αριστερό, αθλητικό, φυσικά και τον περιοδικό. Ήταν βασιλιάδες με ξένο στέμμα. Και οι φίλοι ή οι συγγενείς των περιπτεράδων είχαν το ζηλευτό προνόμιο να δανείζονται εφημερίδες, να τις ξεκοκαλίζουν και να τις επιστρέφουν. Αρκεί να το έκαναν συνωμοτικά, με το έντυπο κρυμμένο μέσα από το σακάκι, κάτω από τη μασχάλη –προσεκτικά τέλος πάντων, γιατί αυτή η πνευματική κλοπή διωκόταν και είχε συνακόλουθη συνέπεια την άμεση ανάκληση αδείας πώλησης Τύπου από το περίπτερο της «παρανομίας». Κάτι, δηλαδή, που ισοδυναμούσε με εμπορική καταστροφή και ας ήταν μηδαμινά τα ποσοστά κέρδους από τη διάθεση εφημερίδων και περιοδικών.
Γιατί όταν ο Τύπος ευημερούσε και είχε την αξιοπρέπειά του, ήταν για τα περίπτερα και τα ψιλικατζίδικα κράχτης, μαγνήτης, μαλάγρα. Πήγαινες για την εφημερίδα και μαζί αγόραζες τσιγάρα, παγωτά, σοκολάτες, τσίχλες. Ξεκινούσες από μιάμιση δραχμή, που είχε το φύλλο, και έφευγες έχοντας αφήσει ένα δεκάρικο, το λιγότερο...
Στα χρόνια τής βασιλείας τού Τύπου ο παρασιτικός λαθραναγνώστης αποτελούσε ένδειξη υγείας για τον χώρο της έντυπης ενημέρωσης. Υπήρχε αυτός γιατί υπήρχε και ζεστό ενδιαφέρον για τις εφημερίδες. Που είχαν μασίφ κοινό, πιστούς αναγνώστες, ανθρώπους που ταυτίζονταν ιδεολογικά με την εφημερίδα τους, δεν διανοούνταν ότι μια μέρα μπορεί να τη χάσουν («Εγώ ανελλιπώς διαβάζω είκοσι χρόνια τα Νέα», «Δεν έχω χάσει φύλλο της Βραδυνής απο το '60», καυχιόνταν). Και γι αυτό ζητούσαν από τον περιπτερά να τους κρατάει, αν αργούσαν, ένα φύλλο και εκείνος το έκρυβε στα κάτω ράφια στερώντας το από άλλους πελάτες.
Και πάνω από όλα αυτά, η σφραγίδα της υγείας τού Τύπου ήταν στρογγυλή, στο σχήμα της Ομόνοιας! Εκεί όπου αναδιδόταν η αξέχαστη μυρωδιά τού δημοσιογραφικού χαρτιού όταν συγκεντρώνεται σε μεγάλες ποσότητες. Και στην Ομόνοια ο Τύπος αφθονούσε κάθε βράδυ και διακινούνταν έως τις πρωινές ώρες. Οι εθισμένοι στο χαρτί (και στην οσμή του) θυμούνται, θυμόμαστε, τους πάγκους που έζωναν περιμετρικά την πλατεία και έφτιαχναν κλοιό. Πάγκος στο πεζοδρόμιο ανάμεσα σε Πειραιώς και Αθηνάς, πάγκος μεταξύ Αθηνάς και Πανεπιστημίου, πάγκος στο διάστημα από Πανεπιστημίου έως Γ' Σεπτεμβρίου, πάγκος στη συμβολή Αγίου Κωνσταντίνου και Πειραιώς.
Εκεί, στην πλατεία, λειτουργούσε για δεκαετίες κάτι σαν σούπερ μάρκετ της ενημέρωσης, κατάφορτο από κάθε λογής πιθανά και απίθανα έντυπα που έφευγαν από τους πάγκους σαν φρέσκο ψωμί. Εικόνες άγνωστες σήμερα που η εφημερίδα είναι περιφρονημένο είδος και ταπεινωμένο προϊόν, σε τέτοιο βαθμό που να σου τη δίνουν δωρεάν στο φανάρι και να βαριέσαι να κατεβάσεις το τζάμι τού αυτοκινήτου για να την πάρεις. Ακόμα και αν σου την προσφέρει αυτοπροσώπως ο βασιλιάς τού φρι-πρες, ο Γιώργος Κύρτσος.
*
...ο άνθρωπος που μας λείπει!
*** ΕΝΑ ΕΙΔΟΣ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΕΙ ΚΑΙ ΠΟΥ ΑΛΛΟΤΕ ΑΠΟΤΕΛΟΥΣΕ ΕΝΔΕΙΞΗ ΥΓΕΙΑΣ ΤΗΣ ΕΝΤΥΠΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ
του Διονύση Βραϊμάκη
Ένα είδος κοινωνικού τσιμπουριού που έχει εξαφανιστεί από την πανίδα των λαθροβίων, είναι ο λαθραναγνώστης εφημερίδων. Ενδημούσε τις δεκαετίες τής διαρκούς πενίας που δεν την ξέραμε –ούτε μπορούσαμε να διανοηθούμε ότι ήταν κάτι ξεχωριστό αυτό που ζούσαμε το '60 ή το '70 γιατί δεν αποτελούσε περιοδική κρίση, αποτελούσε κατάσταση, πάγια και ανυποχώρητη. Δεν το καταλαβαίναμε από την πολλή εξοικείωση με την αβίαστη λιτότητα, καθώς είχαμε γεννηθεί με ισχυρά γονίδια φτώχειας που ταξίδευαν αταβιστικά στον χρόνο, ενθρονισμένα στις γενιές –όπως ταξίδευε και η χώρα δηλαδή.
Το είδος «λαθραναγνώστης» ήταν ιογενές αλλά μαρτυρούσε την υγεία τού Τύπου! Τότε οι εφημερίδες είχαν αίμα στις φλέβες και οι αρτηρίες τους δεν ήταν στεγνές σαν ξεροπόταμοι το καλοκαίρι. Τις εποχές εκείνες, που η κυκλοφορία τους δεν μετριόταν με χιλιάδες, αλλά με εκατοντάδες χιλιάδες φύλλα καθημερινά, η λαθρανάγνωση ήταν το αγαπημένο σπορ του σφιχτοχέρη.
Κυριότερο πεδίο δράσης τού λαθραναγνώστη ήταν τα μανταλάκια των περιπτέρων. Σχεδόν κρεμιόταν και αυτός μαζί με τις εφημερίδες διαβάζοντας βουλιμικά όρθιος όλα τα πρωτοσέλιδα που τότε είχαν μεγάλο σχήμα και πολύ κείμενο στην πρώτη σελίδα. Ο θρασύς λαθραναγνώστης –ένας σαλταδόρος της ενημέρωσης– έχωνε το κεφάλι του ακόμα και στις εσωτερικές σελίδες των κρεμασμένων εφημερίδων για να αρπάξει ό,τι προλάβει, ώσπου ο περιπτεράς να του χτυπήσει από μέσα το τζάμι για να τον επαναφέρει σε τάξη: «Ε, κύριος, μην τη φας κιόλας».
Δεύτερο πεδίο λαθραναγνωστικής δράσης ήταν τον λεωφορείο. Ξεφύλλιζες την εφημερίδα και στην αρχή ένιωθες το λοξό βλέμμα του πλαϊνού να ρουφάει μελανωμένες αράδες, μετά αισθανόσουν έναν ώμο να μπαίνει στην επικράτειά σου και καθώς ο ακτιβιστής της ανάγνωσης έγερνε σταδιακά προς το μέρος σου, έβρισκες δύο αυθάδη φρύδια να περιφέρονται πάνω από τα κείμενα της σελίδας και ένα κεφάλι να σου περιορίζει το οπτικό πεδίο.
Οι περιπτεράδες είχαν τα τυχερά τού επαγγέλματος: ήταν οι μόνοι που ανέξοδα μπορούσαν να διαβάζουν όλον τον Τύπο, δεξιό, κεντρώο, αριστερό, αθλητικό, φυσικά και τον περιοδικό. Ήταν βασιλιάδες με ξένο στέμμα. Και οι φίλοι ή οι συγγενείς των περιπτεράδων είχαν το ζηλευτό προνόμιο να δανείζονται εφημερίδες, να τις ξεκοκαλίζουν και να τις επιστρέφουν. Αρκεί να το έκαναν συνωμοτικά, με το έντυπο κρυμμένο μέσα από το σακάκι, κάτω από τη μασχάλη –προσεκτικά τέλος πάντων, γιατί αυτή η πνευματική κλοπή διωκόταν και είχε συνακόλουθη συνέπεια την άμεση ανάκληση αδείας πώλησης Τύπου από το περίπτερο της «παρανομίας». Κάτι, δηλαδή, που ισοδυναμούσε με εμπορική καταστροφή και ας ήταν μηδαμινά τα ποσοστά κέρδους από τη διάθεση εφημερίδων και περιοδικών.
Γιατί όταν ο Τύπος ευημερούσε και είχε την αξιοπρέπειά του, ήταν για τα περίπτερα και τα ψιλικατζίδικα κράχτης, μαγνήτης, μαλάγρα. Πήγαινες για την εφημερίδα και μαζί αγόραζες τσιγάρα, παγωτά, σοκολάτες, τσίχλες. Ξεκινούσες από μιάμιση δραχμή, που είχε το φύλλο, και έφευγες έχοντας αφήσει ένα δεκάρικο, το λιγότερο...
Στα χρόνια τής βασιλείας τού Τύπου ο παρασιτικός λαθραναγνώστης αποτελούσε ένδειξη υγείας για τον χώρο της έντυπης ενημέρωσης. Υπήρχε αυτός γιατί υπήρχε και ζεστό ενδιαφέρον για τις εφημερίδες. Που είχαν μασίφ κοινό, πιστούς αναγνώστες, ανθρώπους που ταυτίζονταν ιδεολογικά με την εφημερίδα τους, δεν διανοούνταν ότι μια μέρα μπορεί να τη χάσουν («Εγώ ανελλιπώς διαβάζω είκοσι χρόνια τα Νέα», «Δεν έχω χάσει φύλλο της Βραδυνής απο το '60», καυχιόνταν). Και γι αυτό ζητούσαν από τον περιπτερά να τους κρατάει, αν αργούσαν, ένα φύλλο και εκείνος το έκρυβε στα κάτω ράφια στερώντας το από άλλους πελάτες.
Και πάνω από όλα αυτά, η σφραγίδα της υγείας τού Τύπου ήταν στρογγυλή, στο σχήμα της Ομόνοιας! Εκεί όπου αναδιδόταν η αξέχαστη μυρωδιά τού δημοσιογραφικού χαρτιού όταν συγκεντρώνεται σε μεγάλες ποσότητες. Και στην Ομόνοια ο Τύπος αφθονούσε κάθε βράδυ και διακινούνταν έως τις πρωινές ώρες. Οι εθισμένοι στο χαρτί (και στην οσμή του) θυμούνται, θυμόμαστε, τους πάγκους που έζωναν περιμετρικά την πλατεία και έφτιαχναν κλοιό. Πάγκος στο πεζοδρόμιο ανάμεσα σε Πειραιώς και Αθηνάς, πάγκος μεταξύ Αθηνάς και Πανεπιστημίου, πάγκος στο διάστημα από Πανεπιστημίου έως Γ' Σεπτεμβρίου, πάγκος στη συμβολή Αγίου Κωνσταντίνου και Πειραιώς.
Εκεί, στην πλατεία, λειτουργούσε για δεκαετίες κάτι σαν σούπερ μάρκετ της ενημέρωσης, κατάφορτο από κάθε λογής πιθανά και απίθανα έντυπα που έφευγαν από τους πάγκους σαν φρέσκο ψωμί. Εικόνες άγνωστες σήμερα που η εφημερίδα είναι περιφρονημένο είδος και ταπεινωμένο προϊόν, σε τέτοιο βαθμό που να σου τη δίνουν δωρεάν στο φανάρι και να βαριέσαι να κατεβάσεις το τζάμι τού αυτοκινήτου για να την πάρεις. Ακόμα και αν σου την προσφέρει αυτοπροσώπως ο βασιλιάς τού φρι-πρες, ο Γιώργος Κύρτσος.
---
---
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου