*
Ανασυγκρότηση
***
*
Σύμφωνοι: η αυτόφωρη διαδικασία για αδικήματα που αφορούν σε δημοσιεύματα του Τύπου είναι αντισυνταγματική. Το λέει και ο συνταγματολόγος Βαγγέλης Βενιζέλος κάθε φορά που προσπαθεί να καλλιεργήσεις τις σχέσεις του με διάφορους δημοσιογράφους. Χωρίς να λέει γιατί οι άνθρωποι του Τύπου πρέπει να έχουν ξεχωριστή αντιμετώπιση από τους άλλους πολίτες- όπως έχουν οι πολιτικοί με την υπογραφή του. Και ξεχνώντας ότι αυτός θέσπισε κάτι βαρύτερο για τον Τύπο: τα εξοντωτικά χρηματικά πρόστιμα, με τον διαβόητο συνώνυμο νόμο για τις αστικές αγωγές κατά των ΜΜΕ.
Προφανώς όμως -πέρα από την διασταυρούμενη υποκρισία που διαπερνά αυτές τις υποθέσεις, κάθε φορά που έρχονται στο προσκήνιο- η αυτόφωρη διαδικασία δεν έχει κανένα νόημα. Οι πολιτικοί που θίγονται από τα ΜΜΕ το πρώτο που οφείλουν είναι να απαντήσουν. Να δώσουν εξηγήσεις, γιατί έναντι του Τύπου είναι ελεγχόμενοι. Και, αν είναι πειστικοί, να καθαρίσουν τη θέση τους και να εκθέσουν όσους τους συκοφαντούν. Η προσφυγή στη Δικαιοσύνη είναι το έσχατο μέσο.
Οι δημοσιογράφοι δεν έχουν ατιμώρητο και ακαταδίωκτο. Και εφόσον με όσα λένε και όσα γράφουν παραβιάζουν τον νόμο υπάρχει η τακτική δικαστική διαδικασία στην οποία μπορεί να προσφύγει ο πολίτης. Ή ο πολιτικός που θίγεται, εφόσον αγνοούνται οι πειστικές εξηγήσεις του. Παρότι -ας μην κρυβόμαστε -ενδέχεται μέχρι να κριθεί η υπόθεση τους να στοχοποιηθούν μονίμως από την άσκηση της κακώς νοούμενης ελευθεροτυπίας και κριτικής, αυτός είναι μόνος δρόμος -και πρέπει να τον ακολουθούν.
Κάθε φορά που εγείρεται θέμα με την απαράδεκτη και αυτογελοιοποιούμενη διαδικασία αυτόφωρης προσαγωγής δημοσιογράφων, στην άλλη πλευρά του νομίσματος εγείρεται και ένα άλλο θέμα, που σπανίως αναδεικνύεται: ο σεβασμός των ίδιων των δημοσιογράφων στη δουλειά τους και στη ιδιότητά τους. Οι πολιτικοί που στρέφονται κατά του Τύπου μπορεί να επιδιώκουν την ασυδοσία. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις οι δημοσιογράφοι νομίζουν ότι την έχουν ήδη κατακτήσει.
Ασφαλώς στη Δημοκρατία δεν νοείται κανένας περιορισμός στην ελευθεροτυπία και κανενός είδους λογοκρισία. Ο τελικός κριτής για τα ΜΜΕ είναι ο πολίτης. Όπως έλεγε ο Καμύ,»ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι καλός η κακός, αλλά ο Τύπος με περιορισμούς δεν μπορεί παρά να είναι κακός».
Ωστόσο η ελευθερία δεν καθιστά τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους υπεράνω του νόμου και υπεράνω κριτικής. Ιδίως όταν είναι οι ίδιοι που δεν χρησιμοποιούν αυτή την ελευθερία για να υπηρετήσουν την ενημέρωση, την αλήθεια, την κριτική, τον έλεγχο της εξουσίας και την υπεράσπιση αξιών. Τη θέτουν στην υπηρεσία πολιτικών και οικονομικών παραγόντων ή του εαυτού τους.
Δικαίωμά τους. Και γι’ αυτό κρίνονται. Αλλά σ’ αυτή τη περίπτωση η ελευθερία του Τύπου και η δημοσιογραφία δεν κινδυνεύουν από κανέναν πολιτικό και από κανέναν μηνυτή. Κινδυνεύουν από τους ίδιους. Για την ακρίβεια αυτός ο κίνδυνος έχει ήδη διαβρώσει τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα σε βαθμό που από μεγάλο μέρος τους πληθυσμού θεωρείται κακόφημο επάγγελμα και η αναξιοπιστία των ΜΜΕ διευρύνεται διαρκώς. Η δημοσιογραφία απειλείται από πολιτικούς, αλλά διασύρεται από δημοσιογράφους.
Για την κατάπτωση της ελληνικής δημοσιογραφίας δεν ευθύνονται οι «διώκτες» των ΜΜΕ. Ευθύνονται οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που μετατρέπουν ενίοτε ακόμη και τις διώξεις τους σε εργαλεία ενός κόμματος κατά του άλλου. Που εντάσσουν τη λειτουργία τους σε συστήματα εξουσίας.
Κυρίως ευθύνονται για την κακή ποιότητα της δουλειάς τους. Για το ύφος της δημόσιας παρουσίας τους, για την ανεύθυνη λειτουργία τους, για την υστεροβουλία και την ιδιοτέλεια, για τη στράτευσή τους σε μηχανισμούς συμφερόντων, για την παραβίαση όλων των δημοσιογραφικών αρχών, για την αυτοαναγόρευσή του σε κήνσορες και συχνά σε εκτελεστές της αισθητικής, της ευπρέπειας και της νοημοσύνης του κοινού.
Η δημοσιογραφία δεν μπορεί να βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία, γιατί τότε δεν είναι δημοσιογραφία. Ο δημοσιογράφος που δεν πετάει στο καλάθι το non paper που του στέλνουν τα Γραφεία Τύπου, που είναι φανερός ή κρυφός μέτοχος σε οικονομικές δραστηριότητες, που δρα ως διαμεσολαβητής, που κάνει «μπίζνες» και άλλα προσοδοφόρα κόλπα, που εμφανίζεται ως αυλικός και ως γελωτοποιός του βασιλέως, δεν είναι λειτουργός της ενημέρωσης. Υπηρετεί την παραπληροφόρηση και τη σκοπιμότητα.
Πώς θα εμπιστευθεί ο πολίτης τον δημοσιογράφο ως σύμμαχό του, όταν καθημερινά δημοσιογράφοι ασχημονούν, χυδαιολογούν, μεροληπτούν, ομνύουν σε κομματικές επιδιώξεις και οικονομικά συμφέροντα, προχειρολογούν και συχνά ψεύδονται ή κατασκευάζουν ειδήσεις και εκδοχές των πραγμάτων; Όταν εμφανίζουν την άποψή τους- που είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους -ως στοιχείο της επικαιρότητας, στη θέση των πραγματικών γεγονότων;
Γιατί να τους θεωρήσει λειτουργούς της ενημέρωσης υπέρ της κοινωνίας, όταν διαπιστώνει ότι πλουτίζουν με αδιαφανείς τρόπους ήτοι με έσοδα πέρα από το μισθό τους- και προβάλλουν προκλητικά τα σύμβολα του πλουτισμού τους, όταν βρίσκονται με το αζημίωτο -φανερά ή όχι -στην υπηρεσία οικονομικών παραγόντων, κομμάτων, αν δεν έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι προσωπικά συμφέροντα με εξωδημοσιογραφικές δραστηριότητες; Αγανακτούμε για το «πόθεν έσχες» ενός ταλαιπωρημένου βουλευτή, αλλά θα φρίξουμε από το «πόθεν έσχες» κάποιων αστέρων της δημοσιογραφίας…
Γιατί να τους θεωρήσει αμερόληπτους όταν έχουν εντάξει ευθέως στη δουλειά τους την προβολή πάσης φύσεως προϊόντων και υπηρεσιών- όχι ως κανονική διακριτή διαφήμιση, αλλά ως …ρεπορτάζ- και του υπαγορεύουν ποια τράπεζα, ποια τηλεφωνική εταιρία, ποιο αυτοκίνητο, ποιο σούπερ μάρκετ και πάει λέγοντας, να διαλέξει; Τι σόι δημοσιογραφία είναι αυτή που κάνουν όσοι δρουν ως νομείς και κάτοχοι πόρων από επίσημες και ανεπίσημες δραστηριότητες, από νόμιμο και παράνομο χρήμα, από κρατικές και ιδιωτικές πηγές;
Τι είδους δημοσιογραφία να υπάρξει όταν διευρύνεται το » δημοσιογραφικό προλεταριάτο»- όταν εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, ιδίως νέοι δημοσιογράφοι, προσπαθούν να κάνουν έντιμα τη δουλειά τους με ψίχουλα και συχνά υπό τον έλεγχο μιας διευθυντικής κάστας -στην οποία εισχώρησαν τα τελευταία χρόνια ασυνείδητοι και ημιμαθείς στρατολογημένοι στις επιδιώξεις του αφεντικού που απέκτησε μέσα ενημέρωσης με το κιλό;
Κακά τα ψέματα. Το δημοσιογραφικό επάγγελμά αφήνει ανυπεράσπιστο τον εαυτό του και ο επιλεκτικός συνδικαλισμός εκ μέρους του, κάνει χειρότερη την εικόνα του, αλλά και την πραγματική κατάσταση. Η ΕΣΗΕΑ εκδίδει ανακοινώσεις, αλλά δεν εξέτασε ποτέ αν τηρείται έστω και μια γραμμή από όσα αναφέρονται στις Αρχές Δεοντολογίας της (https://www.esiea.gr/arxes-deontologias/) και του άρθρου 7 του Καταστατικού της (https://www.esiea.gr/katastatiko/ypoxreoseis-kai-dikaiomata-melon/)
Αυτή η δουλειά εκτός την αξιολογική πλευρά στην άσκησή της έχει και διαβαθμίσεις στην ηθική της. Η ιδιότητα του μέλους του επαγγελματικού σωματείου δεν τοποθετεί αυτομάτως κάποιον στην πλευρά του νόμιμου, του σωστού, του δίκαιου και του ηθικού. Αυτές είναι προσωπικές αρετές, δεν είναι συλλογικές ιδιότητες και καθένας πρέπει να τις υπερασπίζεται με τη δουλειά του, με το ήθος του, με την επαγγελματική πρακτική του.
Θέλει αρετή και τόλμη. Σήμερα οι χειρότεροι εχθροί της ελληνικής δημοσιογραφίας είναι δημοσιογράφοι. Και όταν οι χειρότεροι από αυτούς παίζουν τους ήρωες της ελευθεροτυπίας και τους πιονέρους της Δημοκρατίας το θέαμα εκτός από γελοίο είναι και αποκρουστικό.
*
Προφανώς όμως -πέρα από την διασταυρούμενη υποκρισία που διαπερνά αυτές τις υποθέσεις, κάθε φορά που έρχονται στο προσκήνιο- η αυτόφωρη διαδικασία δεν έχει κανένα νόημα. Οι πολιτικοί που θίγονται από τα ΜΜΕ το πρώτο που οφείλουν είναι να απαντήσουν. Να δώσουν εξηγήσεις, γιατί έναντι του Τύπου είναι ελεγχόμενοι. Και, αν είναι πειστικοί, να καθαρίσουν τη θέση τους και να εκθέσουν όσους τους συκοφαντούν. Η προσφυγή στη Δικαιοσύνη είναι το έσχατο μέσο.
Οι δημοσιογράφοι δεν έχουν ατιμώρητο και ακαταδίωκτο. Και εφόσον με όσα λένε και όσα γράφουν παραβιάζουν τον νόμο υπάρχει η τακτική δικαστική διαδικασία στην οποία μπορεί να προσφύγει ο πολίτης. Ή ο πολιτικός που θίγεται, εφόσον αγνοούνται οι πειστικές εξηγήσεις του. Παρότι -ας μην κρυβόμαστε -ενδέχεται μέχρι να κριθεί η υπόθεση τους να στοχοποιηθούν μονίμως από την άσκηση της κακώς νοούμενης ελευθεροτυπίας και κριτικής, αυτός είναι μόνος δρόμος -και πρέπει να τον ακολουθούν.
Κάθε φορά που εγείρεται θέμα με την απαράδεκτη και αυτογελοιοποιούμενη διαδικασία αυτόφωρης προσαγωγής δημοσιογράφων, στην άλλη πλευρά του νομίσματος εγείρεται και ένα άλλο θέμα, που σπανίως αναδεικνύεται: ο σεβασμός των ίδιων των δημοσιογράφων στη δουλειά τους και στη ιδιότητά τους. Οι πολιτικοί που στρέφονται κατά του Τύπου μπορεί να επιδιώκουν την ασυδοσία. Αλλά σε πολλές περιπτώσεις οι δημοσιογράφοι νομίζουν ότι την έχουν ήδη κατακτήσει.
Ασφαλώς στη Δημοκρατία δεν νοείται κανένας περιορισμός στην ελευθεροτυπία και κανενός είδους λογοκρισία. Ο τελικός κριτής για τα ΜΜΕ είναι ο πολίτης. Όπως έλεγε ο Καμύ,»ο ελεύθερος Τύπος μπορεί να είναι καλός η κακός, αλλά ο Τύπος με περιορισμούς δεν μπορεί παρά να είναι κακός».
Ωστόσο η ελευθερία δεν καθιστά τα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους υπεράνω του νόμου και υπεράνω κριτικής. Ιδίως όταν είναι οι ίδιοι που δεν χρησιμοποιούν αυτή την ελευθερία για να υπηρετήσουν την ενημέρωση, την αλήθεια, την κριτική, τον έλεγχο της εξουσίας και την υπεράσπιση αξιών. Τη θέτουν στην υπηρεσία πολιτικών και οικονομικών παραγόντων ή του εαυτού τους.
Δικαίωμά τους. Και γι’ αυτό κρίνονται. Αλλά σ’ αυτή τη περίπτωση η ελευθερία του Τύπου και η δημοσιογραφία δεν κινδυνεύουν από κανέναν πολιτικό και από κανέναν μηνυτή. Κινδυνεύουν από τους ίδιους. Για την ακρίβεια αυτός ο κίνδυνος έχει ήδη διαβρώσει τη δημοσιογραφία στην Ελλάδα σε βαθμό που από μεγάλο μέρος τους πληθυσμού θεωρείται κακόφημο επάγγελμα και η αναξιοπιστία των ΜΜΕ διευρύνεται διαρκώς. Η δημοσιογραφία απειλείται από πολιτικούς, αλλά διασύρεται από δημοσιογράφους.
Για την κατάπτωση της ελληνικής δημοσιογραφίας δεν ευθύνονται οι «διώκτες» των ΜΜΕ. Ευθύνονται οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι που μετατρέπουν ενίοτε ακόμη και τις διώξεις τους σε εργαλεία ενός κόμματος κατά του άλλου. Που εντάσσουν τη λειτουργία τους σε συστήματα εξουσίας.
Κυρίως ευθύνονται για την κακή ποιότητα της δουλειάς τους. Για το ύφος της δημόσιας παρουσίας τους, για την ανεύθυνη λειτουργία τους, για την υστεροβουλία και την ιδιοτέλεια, για τη στράτευσή τους σε μηχανισμούς συμφερόντων, για την παραβίαση όλων των δημοσιογραφικών αρχών, για την αυτοαναγόρευσή του σε κήνσορες και συχνά σε εκτελεστές της αισθητικής, της ευπρέπειας και της νοημοσύνης του κοινού.
Η δημοσιογραφία δεν μπορεί να βρίσκεται σε διατεταγμένη υπηρεσία, γιατί τότε δεν είναι δημοσιογραφία. Ο δημοσιογράφος που δεν πετάει στο καλάθι το non paper που του στέλνουν τα Γραφεία Τύπου, που είναι φανερός ή κρυφός μέτοχος σε οικονομικές δραστηριότητες, που δρα ως διαμεσολαβητής, που κάνει «μπίζνες» και άλλα προσοδοφόρα κόλπα, που εμφανίζεται ως αυλικός και ως γελωτοποιός του βασιλέως, δεν είναι λειτουργός της ενημέρωσης. Υπηρετεί την παραπληροφόρηση και τη σκοπιμότητα.
Πώς θα εμπιστευθεί ο πολίτης τον δημοσιογράφο ως σύμμαχό του, όταν καθημερινά δημοσιογράφοι ασχημονούν, χυδαιολογούν, μεροληπτούν, ομνύουν σε κομματικές επιδιώξεις και οικονομικά συμφέροντα, προχειρολογούν και συχνά ψεύδονται ή κατασκευάζουν ειδήσεις και εκδοχές των πραγμάτων; Όταν εμφανίζουν την άποψή τους- που είναι αναφαίρετο δικαίωμα τους -ως στοιχείο της επικαιρότητας, στη θέση των πραγματικών γεγονότων;
Γιατί να τους θεωρήσει λειτουργούς της ενημέρωσης υπέρ της κοινωνίας, όταν διαπιστώνει ότι πλουτίζουν με αδιαφανείς τρόπους ήτοι με έσοδα πέρα από το μισθό τους- και προβάλλουν προκλητικά τα σύμβολα του πλουτισμού τους, όταν βρίσκονται με το αζημίωτο -φανερά ή όχι -στην υπηρεσία οικονομικών παραγόντων, κομμάτων, αν δεν έχουν δημιουργήσει οι ίδιοι προσωπικά συμφέροντα με εξωδημοσιογραφικές δραστηριότητες; Αγανακτούμε για το «πόθεν έσχες» ενός ταλαιπωρημένου βουλευτή, αλλά θα φρίξουμε από το «πόθεν έσχες» κάποιων αστέρων της δημοσιογραφίας…
Γιατί να τους θεωρήσει αμερόληπτους όταν έχουν εντάξει ευθέως στη δουλειά τους την προβολή πάσης φύσεως προϊόντων και υπηρεσιών- όχι ως κανονική διακριτή διαφήμιση, αλλά ως …ρεπορτάζ- και του υπαγορεύουν ποια τράπεζα, ποια τηλεφωνική εταιρία, ποιο αυτοκίνητο, ποιο σούπερ μάρκετ και πάει λέγοντας, να διαλέξει; Τι σόι δημοσιογραφία είναι αυτή που κάνουν όσοι δρουν ως νομείς και κάτοχοι πόρων από επίσημες και ανεπίσημες δραστηριότητες, από νόμιμο και παράνομο χρήμα, από κρατικές και ιδιωτικές πηγές;
Τι είδους δημοσιογραφία να υπάρξει όταν διευρύνεται το » δημοσιογραφικό προλεταριάτο»- όταν εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, ιδίως νέοι δημοσιογράφοι, προσπαθούν να κάνουν έντιμα τη δουλειά τους με ψίχουλα και συχνά υπό τον έλεγχο μιας διευθυντικής κάστας -στην οποία εισχώρησαν τα τελευταία χρόνια ασυνείδητοι και ημιμαθείς στρατολογημένοι στις επιδιώξεις του αφεντικού που απέκτησε μέσα ενημέρωσης με το κιλό;
Κακά τα ψέματα. Το δημοσιογραφικό επάγγελμά αφήνει ανυπεράσπιστο τον εαυτό του και ο επιλεκτικός συνδικαλισμός εκ μέρους του, κάνει χειρότερη την εικόνα του, αλλά και την πραγματική κατάσταση. Η ΕΣΗΕΑ εκδίδει ανακοινώσεις, αλλά δεν εξέτασε ποτέ αν τηρείται έστω και μια γραμμή από όσα αναφέρονται στις Αρχές Δεοντολογίας της (https://www.esiea.gr/arxes-deontologias/) και του άρθρου 7 του Καταστατικού της (https://www.esiea.gr/katastatiko/ypoxreoseis-kai-dikaiomata-melon/)
Αυτή η δουλειά εκτός την αξιολογική πλευρά στην άσκησή της έχει και διαβαθμίσεις στην ηθική της. Η ιδιότητα του μέλους του επαγγελματικού σωματείου δεν τοποθετεί αυτομάτως κάποιον στην πλευρά του νόμιμου, του σωστού, του δίκαιου και του ηθικού. Αυτές είναι προσωπικές αρετές, δεν είναι συλλογικές ιδιότητες και καθένας πρέπει να τις υπερασπίζεται με τη δουλειά του, με το ήθος του, με την επαγγελματική πρακτική του.
Θέλει αρετή και τόλμη. Σήμερα οι χειρότεροι εχθροί της ελληνικής δημοσιογραφίας είναι δημοσιογράφοι. Και όταν οι χειρότεροι από αυτούς παίζουν τους ήρωες της ελευθεροτυπίας και τους πιονέρους της Δημοκρατίας το θέαμα εκτός από γελοίο είναι και αποκρουστικό.
---
---
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου