*
Κώστας Θ. Καλφόπουλος
***
*
Η πρόσφατη «διαμάχη» γύρω από τις αιτίες που οδήγησαν στο αναπόφευκτο κλείσιμο της «Ελευθεροτυπίας», όπως αποτυπώθηκε σε σχετικά πρόσφατο τεύχος της Lifo («Η Αγρια Δύση της Ελευθεροτυπίας», 18.10), έφερε στην επιφάνεια, ακόμα μια φορά, τις ελληνικές ιδιομορφίες που καθόρισαν τις εξελίξεις στον χώρο των ΜΜΕ μετά το 1990, και, κυρίως, την προσκόλληση ενός έθνους σε μια ανατροφοδοτούμενη εσωστρέφεια, όπως κορυφώθηκε τα τελευταία χρόνια της κρίσης, όταν, χρόνια τώρα, το διεθνές και ευρωπαϊκό τοπίο στα ΜΜΕ κλυδωνίζεται επικίνδυνα.
Παράλληλα, κανείς δεν θέτει καίρια ερωτήματα, όπως πώς εξηγείται μία εφημερίδα της ευρωπαϊκής περιφέρειας να έχει περί τους 900 εργαζομένους στο μισθολόγιό της (κάποιοι τούς ανεβάζουν στους 1.200, το 2009) και, πρωτίστως, πώς μία δημοκρατική εφημερίδα έγινε «φερέφωνο» μιας «αλλαγής», που κρατικοποίησε την πολιτική και την οικονομία, στηρίζοντας μετά έναν ψευδεπίγραφο εκσυγχρονισμό εις βάρος της αξιοπιστίας της;
Ταυτόχρονα, το ιστορικό Newsweek προανήγγειλε την αναστολή της έντυπης έκδοσης για τις 31 Δεκεμβρίου, διακόπτοντας την ογδοντάχρονη παρουσία του στα «περίπτερα του κόσμου» προς χάριν της αποκλειστικής διαδικτυακής παρουσίας, με τις συνακόλουθες περικοπές σε προσωπικό και μισθούς (βλ. και «Καθημερινή», 26.10.), ο Monde διευρύνει την ηλεκτρονική του έκδοση εις βάρος της έντυπης, δηλαδή εις βάρος των πραγματικών αναγνωστών–συνδρομητών της, καταργώντας το κλείσιμο της ύλης και της σύνταξης, ενώ η El Pais, η αιχμή του δόρατος του ισπανικού Τύπου, προσανατολίζεται σε μία ηλεκτρονική ισπανόφωνη πλατφόρμα για τις ανάγκες της παγκοσμιοποίησης, και ταυτόχρονα είναι έτοιμη να απολύσει περί τους 140 (από τους περίπου 400 μόνο) συντάκτες της, στο πλαίσιο των γενικότερων ανακατατάξεων, αλλά και των οικονομικών προβλημάτων, που μεγάλο μέρος τους αφορούν περισσότερο τον εκδοτικό κολοσσό και τους υπέρογκους μισθούς των υψηλόβαθμων διευθυντών παρά την ίδια την (ακόμα) κερδοφόρο εφημερίδα.
Ομως, οι κυριακάτικες εκδόσεις της FAZ και της NZZ έχουν ανοδική πορεία, ενώ εκείνη των ΝΥΤ συνεχίζει να δεσπόζει παγκοσμίως, ακόμα και αν τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με αμερικανικές έρευνες, οι μεγάλες πόλεις, πλην της μητρόπολης, κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς τις ιστορικές τους εφημερίδες.
Η ραγδαία ανάπτυξη της διαδικτυακής ενημέρωσης και επικοινωνίας, χάρη στη δυνατότητα μεταφοράς δεδομένων στα «γκάτζετ», η μετακίνηση των διαφημίσεων στον διαδικτυακό Τύπο προς όφελος κυρίως της Google και η έλευση των μαζών (χρηστών) στις δωρεάν προσφερόμενες διαδικτυακές πλατφόρμες των «πολυμέσων» επέβαλαν ήδη την επόμενη δομική αλλαγή της δημοσιότητας, μια νέα «μιντιολογία» (με την έννοια που προσδίδει ο Ρεζί Ντεμπρέ στα αντικείμενα που μεσολαβούν στην ανθρώπινη επικοινωνία) και, βέβαια, νέες καταναλωτικές ανάγκες, αντιλήψεις και συμπεριφορές σε παγκοσμιοποιημένη κλίμακα.
Ισως, η λύση να βρίσκεται στο «αυγό του Κολόμβου»: η εφημερίδα να επιστρέψει στην εφημερίδα (All the news that ’s fit to print, όπως αναγράφεται στον λογότυπο των ΝΥΤ), ανανεώνοντας ρηξικέλευθα –θεματικά, αισθητικά, τυπογραφικά, εκδοτικά, κριτικά– τη γόνιμη παράδοση, χωρίς να αποκοπεί από τις αναπόδραστες τεχνολογικές εξελίξεις.
«Αν οι εφημερίδες είναι ένα μέσο της αταξίας, είναι και ένα μέσο της τάξης», λέει, διά χειρός Μπρεχτ, ο κ. Κόινερ στον συνομιλητή του, που ως πολέμιος των εφημερίδων ήθελε την κατάργησή τους. Ο ίδιος, ως γνωστόν, ένας ακόμα μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων, προτιμούσε καλύτερες εφημερίδες, γνωρίζοντας ότι «όλα μπορούν να διορθωθούν εκτός από τον άνθρωπο».
---
Σημ.: την επιμέλεια της εικονογράφησης είχε η Ανασυγκρότηση
*
Κώστας Θ. Καλφόπουλος
***
*
Ο εχθρός της εφημερίδας
Παράλληλα, κανείς δεν θέτει καίρια ερωτήματα, όπως πώς εξηγείται μία εφημερίδα της ευρωπαϊκής περιφέρειας να έχει περί τους 900 εργαζομένους στο μισθολόγιό της (κάποιοι τούς ανεβάζουν στους 1.200, το 2009) και, πρωτίστως, πώς μία δημοκρατική εφημερίδα έγινε «φερέφωνο» μιας «αλλαγής», που κρατικοποίησε την πολιτική και την οικονομία, στηρίζοντας μετά έναν ψευδεπίγραφο εκσυγχρονισμό εις βάρος της αξιοπιστίας της;
Ταυτόχρονα, το ιστορικό Newsweek προανήγγειλε την αναστολή της έντυπης έκδοσης για τις 31 Δεκεμβρίου, διακόπτοντας την ογδοντάχρονη παρουσία του στα «περίπτερα του κόσμου» προς χάριν της αποκλειστικής διαδικτυακής παρουσίας, με τις συνακόλουθες περικοπές σε προσωπικό και μισθούς (βλ. και «Καθημερινή», 26.10.), ο Monde διευρύνει την ηλεκτρονική του έκδοση εις βάρος της έντυπης, δηλαδή εις βάρος των πραγματικών αναγνωστών–συνδρομητών της, καταργώντας το κλείσιμο της ύλης και της σύνταξης, ενώ η El Pais, η αιχμή του δόρατος του ισπανικού Τύπου, προσανατολίζεται σε μία ηλεκτρονική ισπανόφωνη πλατφόρμα για τις ανάγκες της παγκοσμιοποίησης, και ταυτόχρονα είναι έτοιμη να απολύσει περί τους 140 (από τους περίπου 400 μόνο) συντάκτες της, στο πλαίσιο των γενικότερων ανακατατάξεων, αλλά και των οικονομικών προβλημάτων, που μεγάλο μέρος τους αφορούν περισσότερο τον εκδοτικό κολοσσό και τους υπέρογκους μισθούς των υψηλόβαθμων διευθυντών παρά την ίδια την (ακόμα) κερδοφόρο εφημερίδα.
Ομως, οι κυριακάτικες εκδόσεις της FAZ και της NZZ έχουν ανοδική πορεία, ενώ εκείνη των ΝΥΤ συνεχίζει να δεσπόζει παγκοσμίως, ακόμα και αν τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με αμερικανικές έρευνες, οι μεγάλες πόλεις, πλην της μητρόπολης, κινδυνεύουν να μείνουν χωρίς τις ιστορικές τους εφημερίδες.
Η ραγδαία ανάπτυξη της διαδικτυακής ενημέρωσης και επικοινωνίας, χάρη στη δυνατότητα μεταφοράς δεδομένων στα «γκάτζετ», η μετακίνηση των διαφημίσεων στον διαδικτυακό Τύπο προς όφελος κυρίως της Google και η έλευση των μαζών (χρηστών) στις δωρεάν προσφερόμενες διαδικτυακές πλατφόρμες των «πολυμέσων» επέβαλαν ήδη την επόμενη δομική αλλαγή της δημοσιότητας, μια νέα «μιντιολογία» (με την έννοια που προσδίδει ο Ρεζί Ντεμπρέ στα αντικείμενα που μεσολαβούν στην ανθρώπινη επικοινωνία) και, βέβαια, νέες καταναλωτικές ανάγκες, αντιλήψεις και συμπεριφορές σε παγκοσμιοποιημένη κλίμακα.
Ισως, η λύση να βρίσκεται στο «αυγό του Κολόμβου»: η εφημερίδα να επιστρέψει στην εφημερίδα (All the news that ’s fit to print, όπως αναγράφεται στον λογότυπο των ΝΥΤ), ανανεώνοντας ρηξικέλευθα –θεματικά, αισθητικά, τυπογραφικά, εκδοτικά, κριτικά– τη γόνιμη παράδοση, χωρίς να αποκοπεί από τις αναπόδραστες τεχνολογικές εξελίξεις.
«Αν οι εφημερίδες είναι ένα μέσο της αταξίας, είναι και ένα μέσο της τάξης», λέει, διά χειρός Μπρεχτ, ο κ. Κόινερ στον συνομιλητή του, που ως πολέμιος των εφημερίδων ήθελε την κατάργησή τους. Ο ίδιος, ως γνωστόν, ένας ακόμα μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων, προτιμούσε καλύτερες εφημερίδες, γνωρίζοντας ότι «όλα μπορούν να διορθωθούν εκτός από τον άνθρωπο».
---
Σημ.: την επιμέλεια της εικονογράφησης είχε η Ανασυγκρότηση
*
ΕΤΗΠΤΑ - ΛΙΘΟΓΡΑΦΟΙ : Γιατί δύο σωματεία;
*
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου